Μια ηλιαχτίδα ξεγλίστρησε ύστερα από πάλη με τα πυκνά φύλλα ενός δέντρου και χάιδεψε τα βλέφαρα μιας νεαρής πάπιας που κοιμόταν στη ρίζα του, ανοίγοντας τα διάπλατα. Αφού ξύπνησε τα τρία αδέρφια της και τη μάνα της, πρότεινε να επισκεφτούν τη λίμνη για να παίξουν με το νερό, όπως συνήθιζαν. Η πάπια συμφώνησε με ευχαρίστηση, καθώς η επίσκεψή τους αυτή συμφωνούσε με το πρόγραμμα που είχαν εξαγγείλει οι αετοί.
Ενώ προχωρούσαν προς τη λίμνη, το παπάκι ρώτησε με αφέλεια τη μητέρα του, «μαμά, γιατί πάνω απ’ τα πανέμορφα φτερά σου, έβαλες αυτά τα απαίσια καφετί φτερά;»
Η πάπια το κοίταξε κατάματα και χωρίς να του δώσει απάντηση συνέχισε να βαδίζει.
«Μαμά, πρόσεξες ότι τα καναρίνια που κάθονται δίπλα στο γύπα, βράχνιασαν;», παρατήρησε το αδερφάκι του. «Δεν κελαηδάνε πια ωραία! Ποιος ξέρει τι έπαθαν τα καημένα…»
Μα η πάπια δε μίλησε και πάλι.
Όταν έφτασαν στη λίμνη, μπήκαν γρήγορα στο νερό πανευτυχή. Τότε το τρίτο παπάκι διερωτήθηκε: «Μαμά, γιατί στη λίμνη σήμερα δεν έχουν έρθει τόσα πολλά πουλιά, όπως τις προηγούμενες μέρες;»
«Για το καλό μας!», αποκρίθηκε η πάπια που αποφάσισε να λύσει τη σιωπή της.
«Γιατί, μαμά, έχουν μαζευτεί τόσοι πολλοί αετοί;», απόρησε το τέταρτο.
«Για το καλό μας!», ξαναείπε η πάπια.
«Γιατί, μαμά, εκείνος ο αετός υψώνει τον τόνο της φωνής του και μαλώνει το πουλί που μόλις πήγε να πιει νερό;» ρώτησε και πάλι, μα η απάντηση που πήρε ήταν η ίδια.
«Κοίτα, κοίτα! Το άρπαξε με τα νύχια του και το πέταξε μακριά. Γιατί;», είπε συγκλονισμένο.
«Για το καλό μας!», τόνισε και πάλι η μητέρα του.
Τα παπάκια, χωρίς να έχουν πολυκαταλάβει, κολύμπησαν προς το κέντρο της λίμνης και άρχισαν να βρέχουν το ένα το άλλο.
«Σταματήστε, αμέσως! Ενοχλείτε», ακούστηκε απειλητικά απ’ την όχθη.
Ένας αετός είχε καρφώσει πάνω τους το φονικό του βλέμμα. Η πάπια πήγε γρήγορα κοντά τους και τα απομάκρυνε απ’ το σημείο.
«Γιατί, μαμά, δε μας αφήνει να παίξουμε;», κλαψούρισαν.
«Για το καλό μας!», ψιθύρισε.
«Βγείτε αμέσως έξω. Τελείωσε ο χρόνος παραμονής σας στο νερό», διέταξε ένας άλλος αετός.
Η πάπια υπάκουσε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση, ακολουθούμενη απ’ τα παιδιά της.
«Γιατί, μαμά;» έκαναν όλα μαζί.
«Για το καλό μας! Για το καλό μας!»
Εκείνο το πρωινό όλα φαίνονταν ίδια στη λίμνη, μα όλα είχαν αλλάξει. Και αν τύχαινε κάποιο πουλί να εκδηλώσει τη γκρίνια του για τις αλλαγές, το πλησίαζε ο γύπας και το ρωτούσε: «Θες να στερέψει η λίμνη και να πεθάνουμε όλοι;». Και εισέπραττε ως απάντηση τη σιωπή του. Έτσι κάποια σποραδικά παράπονα που αναδύθηκαν, τα πήρε μαζί του το δροσερό, πρωινό αεράκι σκορπίζοντας τα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου