Ο ήλιος φλεγόταν ψηλά στον ουρανό την ώρα που ο Πλάνος διέσχιζε το βαθύ μπλε μεταβαίνοντας στον προορισμό του. Πρώτα πήγε στην περιοχή που φώλιαζαν τ’ αηδόνια.
«Αηδόνια», είπε μόλις τα αντίκρισε καθισμένα στα κλαδιά, «βρίσκομαι ανάμεσα σας για να αποδείξω έμπρακτα για άλλη μια φορά πόσο εμείς οι αετοί νοιαζόμαστε για όλα τα πτηνά και κυρίως γι’ αυτά που κινδυνεύουν. Μάλιστα, κινδυνεύετε, αγαπητά αηδόνια. Αδιαμφισβήτητα κελαηδάτε ομορφότερα από όλα τα πουλιά. Προφανώς, γι’ αυτό δε θέλετε να χρησιμοποιείτε τη γλώσσα μας και αποχωρήσατε απορρίπτοντας τις προτάσεις μας. Ίσως και εγώ στη θέση σας να σκεφτόμουν με παρόμοιο τρόπο. Όμως, αυτό το θείο δώρο που αναβλύζει απ’ το ράμφος σας ίσως αποδειχτεί θανάσιμη παγίδα καθώς τ’ άλλα πουλιά σας ζηλεύουν παράφορα και κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί σε ποιο σημείο θα φθάσει ο φθόνος τους. Έχουμε βάσιμες υποψίες πως οι σπίνοι σχεδιάζουν να σας αφανίσουν για να μείνουν τα μόνα πουλιά στο νησί με ωραία φωνή. Γι’ αυτό πρέπει να οπλιστείτε στην περίπτωση που σας επιτεθούν και θα σας βοηθήσουμε εμείς σ’ αυτό. Ως τη νύχτα οι αετοί μου θα έχουν βγάλει με τα ατσαλένια νύχια και το δυνατό ράμφος τους μικρά κοφτερά κομμάτια βράχων απ’ το βουνό μας και θα σας τα φέρουμε ώστε να αποκρούσετε τους εχθρούς σας, αν ποτέ εφαρμόσουν ό,τι σχεδιάζουν».
«Πλάνε», απάντησε ο Άμοιρος, ο ηγέτης των αηδονιών, «σ’ ευχαριστούμε ολόψυχα που μας άνοιξες τα μάτια. Δε γνωρίζαμε πως η φωνή μας θα μας έβαζε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο ούτε είχαμε ποτέ διανοηθεί τι σκόπευαν να κάνουν οι σπίνοι. Οι σιχαμεροί, κι εμείς τους θεωρούσαμε φίλους! Φέρε μας το συντομότερο τα πολεμοφόδια που μας υποσχέθηκες κι εμείς θα μάθουμε τη γλώσσα σας και γενικότερα θα κάνουμε ό,τι επιθυμείς».
«Το ήξερα πως είστε έξυπνα πουλιά», σχολίασε ο Πλάνος και πέταξε με τη μάινα προς το δεύτερο προορισμό του, τους σπίνους.
«Σπίνοι», έκραξε όταν τους συνάντησε, «τα αηδόνια μόλις μου ζήτησαν να τους παραδώσω κοφτερά κομμάτια βράχων που μόνο εμείς, οι αετοί, με τα φυσικά προσόντα που διαθέτουμε, μπορούμε να αποσπάσουμε απ’ το βουνό μας. Τι άραγε να τα θέλουν; Φοβάμαι πολύ για σας!».
«Φοβάσαι για εμάς;», αναρωτήθηκε ο Τάλας, ο βασιλιάς των σπίνων. «Γιατί το λες αυτό;»
«Άκουσα να λένε πως δε θέλουν να υπάρχει στην πλάση άλλο πουλί που να μπορεί να τους συναγωνιστεί στην ευφωνία. Και ποιο άλλο μπορεί να συγκριθεί μαζί τους από εσάς; Συνειδητοποιείτε, λοιπόν, τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεστε; Αλλά μην ανησυχείτε, γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Θα φέρω και σε σας πολεμικό υλικό, καλύτερο μάλιστα απ’ αυτό των αηδονιών, για να τα κατατροπώσετε σε μια ενδεχόμενη επίθεσή τους».
«Δεν είχαμε καταλάβει πόσο πολύ νοιάζεσαι για μας. Κι εμείς οι κουτοί θεωρήσαμε ότι όσα είπες το πρωί στη λίμνη ήταν σε βάρος μας. Παρασυρθήκαμε απ’ τον παπαγάλο. Πόσο ανόητοι είμαστε! Σου ζητάμε ταπεινά συγγνώμη και σου δίνουμε το λόγο μας ότι δε θα ξαναεναντιωθούμε στο θέλημά σου. Στο εξής θα φορέσουμε κι εμείς τα φτερά σας και θα μιλάμε τη γλώσσα σας».
«Το ξέρω ότι χειραγωγηθήκατε απ’ αυτόν το λαοπλάνο τον παπαγάλο μα δε σας κρατάω κακία. Αντιθέτως έχω υποχρέωση να σας βάλω στον ίσιο δρόμο, όπως θα έκανε κάθε καλός πατέρας για τα παραστρατημένα παιδιά του. Το βράδυ θα σας φέρω τον εξοπλισμό που σας υποσχέθηκα», σημείωσε και αναχώρησε για το βορρά.
«Ξεκινήστε να σκάβετε», διέταξε τους αετούς του μόλις επέστρεψε. «Γδάρτε το έδαφος μέχρι να ματώσει. Όταν νυχτώσει, δέκα από εσάς θα πάνε στους σπίνους κρατώντας στα νύχια κομμάτια βράχου και άλλοι δέκα στα αηδόνια. Οι νέοι μας φίλοι θα σας περιμένουν ξάγρυπνοι. Έχω συνεννοηθεί μαζί τους. Αδέρφια μου, δουλέψτε και δε θα αργήσει η ώρα της κοσμοκρατορίας μας», είπε αλαζονικά και κάθισε ψηλά σ’ ένα βράχο για να τους επιβλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου