Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 11 Η ΑΕΤΟΚΕΦΑΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ

Στο βουνό οι αετοί ήταν μεθυσμένοι απ’ το θρίαμβό τους. Είχαν μετατρέψει το νησί σε μιαν ατέλειωτη αρένα, όπου οι μονομάχοι αλληλοσκοτώνονταν για την τέρψη του δαφνοστεφανομένου καίσαρα Πλάνου και για την πραγματοποίηση των σχεδίων του.

«Έφτασε η πολυπόθητη ώρα», πανηγύριζε με υπεροψία ορθώνοντας το κορμί του. «Είμαστε κοσμοκράτορες κι εγώ, ο αρχηγός σας, ο αφέντης όλων των πουλιών!».

«Δε φτάνει να είμαστε μόνο τώρα», παρενέβηκε ο Σερπετός «αλλά θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ από κανέναν!»

«Τι έχεις στο μυαλό σου;» είπε στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος του. «Ακόμα δεν ικανοποιήθηκες απ’ τις τόσες επιτυχίες μας;»

«Ασφαλώς και νιώθω δικαιωμένος αλλά θεωρώ πως ήρθε η στιγμή να βάλουμε ακόμα ένα τελευταίο λιθαράκι κατασκευάζοντας κάτι που να θυμίζει στα πουλιά κάθε εποχής τη δύναμή μας και όλα όσα δήθεν κάναμε προς όφελος της φτερωτής μας κοινωνίας».

«Έχουμε νομίζω τον τρόπο να τους το θυμίζουμε συνεχώς! Όμως, έχεις δίκιο, ο ολοκληρωτισμός έχει ανάγκη από σύμβολα με τα οποία θα ταυτίζονται οι μάζες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το σύμβολο της παντοκρατορίας μας που θα κατασκευαστεί στην πλαγιά του βουνού θα είναι μια κεφαλή αετού. Η αετοκεφαλή θα’ ναι ορατή από κάθε πλευρά του νησιού για να υπενθυμίζει σ’ όλους ποιοι είναι οι κύριοί του. Όλα θα λειτουργούν κάτω από το μοχθηρό, άγρυπνο βλέμμα της, ένα βλέμμα, καθρέπτη του μεγαλείου μας. Και φυσικά δε θα τη φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι αλλά θα κουβαλήσουμε εργάτες στο βουνό που θα δουλεύουν ακατάπαυστα νύχτα μέρα για να την ολοκληρώσουν. Πάμε, λοιπόν, αδέλφια να φέρουμε απ’ τις άγονες εκτάσεις τα πεινασμένα κοράκια για να δώσουν μορφή στη σκέψη μου. Με ένα ξεροκόμματο για ανταμοιβή θα λιώσουμε τα μαυροπούλια στη δουλειά».

Και οι αετοί πέταξαν προς το κέντρο του νησιού, έχοντας πάντα μαζί τους μερικές μάινες για να μπορούν να συνεννοηθούν. Όταν έφτασαν, τα αντίκρισαν συγκεντρωμένα να σκαλίζουν το έδαφος προσπαθώντας να βρουν κανένα σπόρο αλλά ο Πλάνος, αδιαφορώντας για τη σκηνή που ξετυλιγόταν μπροστά του, διέταξε: «Ακολουθείστε μας στο βουνό. Θέλω να φιλοτεχνήσετε στην πλαγιά του μια κεφαλή αετού και θα σας δώσω για αντάλλαγμα αρκετή τροφή, ώστε να καλύψει τις ανάγκες σας για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Τα κοράκια, αφού συζήτησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, απάντησαν: «όχι, δε δεχόμαστε την πρότασή σου γιατί δε σε εμπιστευόμαστε. Πήγαμε στη λίμνη χθες να πιούμε νερό και οι αετοί σου μας έδιωξαν με το χειρότερο τρόπο, προβάλλοντας το εξωφρενικό επιχείρημα πως η ώρα της επίσκεψής μας δεν ήταν η προβλεπόμενη. Εσύ που μας στερείς το νερό, έρχεσαι τώρα και μας δίνεις τροφή; Μπορεί να πεθαίνουμε απ’ την πείνα αλλά δε δεχόμαστε την προσφορά σου γιατί είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται για ελεημοσύνη, επειδή τάχα μας λυπήθηκες, αλλά για τυράκι σε ποντικοπαγίδα. Θες να δουλέψουμε για σένα αλλά δε μας είπες υπό ποιες συνθήκες. Προτιμούμε να πεινάμε και να είμαστε ελεύθεροι παρά χορτάτοι και σκλάβοι σου».

«Πώς τολμάτε να εναντιώνεστε στο θέλημά μου;», ύψωσε τη φωνή του εκνευρισμένος ο Πλάνος. «Νομίζετε πως έχετε δικαίωμα επιλογής; Δε ζητάω να με υπακούσετε, το απαιτώ! Αετοί μου, συλλάβετε τα άθλια πτηνά και φέρτε τα στο βουνό να μας υπηρετούν. Θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή δουλεύοντας για μας. Κανένα πουλερικό δεν επιτρέπεται να αντιμιλάει στον Πλάνο, τον άρχοντα του νησιού!»

Ακούγοντας τα λόγια του αυτά, τα κοράκια προσπάθησαν να σωθούν πετώντας προς διάφορες κατευθύνσεις μα οι αετοί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τα ακολούθησαν και, γαντζώνοντας τα νύχια τους στο ισχνό σώμα τους, τα μετέφεραν στο βουνό. Αφού τα πέταξαν στην πλαγιά όπου επρόκειτο να κατασκευαστεί το έργο, συγκεντρώθηκαν γύρω τους ρίχνοντας τους πύρινες ματιές. Τα κοράκια φοβισμένα έκαναν μερικά βήματα πίσω. Τότε εμφανίστηκε ο Πλάνος καθισμένος σε ένα ψηλό βράχο.

«Σκάβετε! Τι περιμένετε; Κοιτάξτε καλά το κεφάλι μου γιατί θέλω το γλυπτό που θα φτιάξετε να μου μοιάζει αλλιώς θα αποκεφαλιστείτε όλα, ένα προς ένα». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, τα κοράκια έπιασαν δουλειά. Σκάλιζαν, σκάλιζαν χωρίς να σηκώσουν κεφάλι και οι ώρες περνούσαν με τον ιδρώτα να ρέει άφθονο απ’ τα μέτωπά τους.

Ένα κοράκι έπεσε λιπόθυμο στο χώμα απ’ τη ζέστη. «Αυτό πλέον μας είναι άχρηστο!» είπε ο Πλάνος, και συμπλήρωσε «έχει εκπληρώσει την αποστολή του. Εξαφανίστε το!». Τότε ένας αετός το άρπαξε και βουτώντας στη χαράδρα του έδωσε αντίστοιχο τέλος με τον Άμοιρο και τον Τάλα.

«Λίγο νερό, λίγο νερό!», ικέτευσαν τα υπόλοιπα.

«Ικανοποιείστε την επιθυμία τους», πρόσταξε ο Πλάνος. «Αν δε φροντίσουμε εμείς οι αετοί για σας, ποιος θα φροντίσει;».

Δυο αετοί πέταξαν χωρίς καθυστέρηση προς τη λίμνη και έφεραν νερό μέσα σε ένα κέλυφος χελώνας. Το ένα κοράκι έσπρωχνε και τσιμπούσε το άλλο σε κατάσταση αλλοφροσύνης για να βυθίσει γρηγορότερα το κεφάλι στο καβούκι ενώ ο Πλάνος από ψηλά απολάμβανε την κατάντια τους.

«Αρκετά», τα διέκοψε σε λίγο. «Πάρτε τους το νερό κι εσείς κοράκια επιστρέψτε στη δουλειά σας. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο» και τα κοράκια συνέχισαν το έργο τους υπό την αυστηρή επιτήρηση των αετών.

Οι ποτισμένες με ιδρώτα ώρες περνούσαν. Οι ώρες έγιναν μέρες και τα κοράκια δούλευαν ασταμάτητα. Μέσα σε τρεις βδομάδες το έργο είχε ολοκληρωθεί. Στο διάστημα αυτό πολλά δεν άντεξαν και έσβησαν μα κανείς δεν έδωσε σημασία.

Ο Πλάνος κοίταξε με θαυμασμό το αποτέλεσμα. «Είναι αντάξιο του μεγαλείου μας», υπογράμμισε. «Χαρίστε τους την ελευθερία, την αξίζουν».

Το σεντόνι του ουρανού γέμισε μαύρα φτερωτά στίγματα που ταξίδευαν κατάκοπα προς τις άγονες εκτάσεις αλλά και χαρούμενα που τελείωσε το μαρτύριό τους. Ένα, όμως, κοράκι απομακρύνθηκε απ’ το σμήνος και αγκομαχώντας κάθισε να ξαποστάσει στο λόφο καθώς ήταν εξαντλημένο. Το ράμφος του είχε ασπρίσει απ’ το αδιάκοπο σκάψιμο, τα φτερά του ήταν γεμάτα με μικρά κομμάτια από χώμα και πετραδάκια ενώ απ’ το πόδι του έσταζε αίμα. Η αιμορραγία του αυτή οφειλόταν σε ένα τσίμπημα από κάποιο άλλο κοράκι που προσπάθησε να του πάρει τη θέση όταν είχε πάει να πιει νερό απ’ το καβούκι.

Αφού πήρε μερικές ανάσες, συνέχισε να πετάει μα όχι για πολύ. Προσγειώθηκε και πάλι στη σκιά ενός θάμνου ασθμαίνοντας. Με πολύ δυσκολία υψώθηκε στον ουρανό και σωριάστηκε μετά από λίγο στο δάσος με τη λίμνη.

«Τι έχεις;» έτρεξε γρήγορα δίπλα του ο παπαγάλος που τον είδε να πέφτει, μα δεν πήρε απάντηση καθώς το κοράκι είχε χάσει τις αισθήσεις του.

Ο παπαγάλος, χωρίς να χάσει χρόνο, το ανέβασε στη ράχη του και το μετέφερε στη φωλιά του. Αφού του έβρεξε το πρόσωπο με λίγο νερό που φύλαγε μέσα σ’ ένα κοχύλι, του περιποιήθηκε την πληγή.

«Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε το κοράκι που άρχισε σιγά σιγά να αποκτά επαφή με το περιβάλλον.

«Είσαι σε καλά χέρια», αποκρίθηκε ο παπαγάλος και το άφησε να ξεκουραστεί.

Λίγες ώρες αργότερα το κοράκι στεκόταν στα πόδια του. Αφού ήπιε αρκετό νερό και έφαγε σπόρους που του μάζεψε ο παπαγάλος, είπε: «Σε σένα ερχόμουν. Όλα τα πουλιά γνωρίζουν πως είσαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στους αετούς. Σε δικαιολογώ απόλυτα γιατί μόλις είδαμε το πραγματικό τους πρόσωπο πίσω απ’ τη μάσκα της φιλευσπλαχνίας τους. Μας υποχρέωσαν να φτιάξουμε για λογαριασμό τους ένα γλυπτό, μας απειλούσαν συνεχώς, μας ταπείνωναν και μας πατούσαν σαν σκουλήκια. Πολλά κοράκια έχασαν τη ζωή τους για να ικανοποιηθεί η ματαιοδοξία τους. Να ξέρεις πως στο εξής θα είμαστε μαζί σου. Κάποιος πρέπει να σταματήσει τους αδίστακτους και ανισόρροπους αετούς».

«Μιλάς σοβαρά; Είναι εγκληματίες! Πέθαναν πουλιά για να φτιαχτεί εκείνο το έκτρωμα που βλέπω πάνω στο βουνό. Παρανοϊκό! Σιγά σιγά φεύγει το εντυπωσιακό περιτύλιγμα και αποκαλύπτεται πόσο σάπιες είναι οι προθέσεις τους. Λίγες μέρες πριν τους είδα με τα μάτια μου να αναμειγνύονται στην αλληλοεξόντωση των αηδονιών και των σπίνων, σήμερα εξευτέλισαν εσάς, αύριο κάποιους άλλους. Πρέπει να τους σταματήσουμε, αλλά πώς; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα προς το παρόν γιατί τα γλαυκόμορφα διαλύθηκαν και τα περισσότερα πουλιά θεωρούν τους αετούς προστάτες του νησιού, αν και μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν πως η ζωή τους ήταν καλύτερη πριν την αλλάξουν οι αετοί. Το μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Η λαϊκή δυσφορία σταδιακά θα εντείνεται ενώ ο χρόνος θα φανερώσει σ’ όλους τα σχέδιά τους. Κάποια στιγμή όλοι θα καταλάβουν τι πραγματικά επιδιώκουν και ελπίζω τότε να μην είναι αργά».

Το κοράκι αφού άκουσε με προσοχή τα λόγια αυτά του Νοήμονα, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς την πατρίδα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου