Χάραξε. Ο ουρανός είχε φορέσει τα πένθιμά του. Κάποιες νιφάδες χιονιού έκαναν την εμφάνισή τους, όμως, αυτό δεν εμπόδισε τα πουλιά του δάσους να συγκεντρωθούν στο μέρος που όρισαν οι αετοί μέσω του αντιπροσώπου τους. Και πράγματι ήταν όλα εκεί, εκτός από τους παπαγάλους που δεν προσήλθαν αρνούμενοι να δεχτούν την πρόσκληση του Πλάνου. Τα υπόλοιπα είχαν από νωρίς κατακλύσει την περιοχή περιμένοντας υπομονετικά την έναρξη της τελετής. Αδιαμαρτύρητα στέκονταν αμίλητα και ασάλευτα για αρκετή ώρα.
«Σας περίμενα», ακούστηκε μια φωνή από ψηλά, ψαλιδίζοντας τη σιγή που είχε απλωθεί στον τόπο.
Δεκάδες αετοί είχαν κάνει την εμφάνισή τους πετώντας σε σχηματισμό δαχτυλιδιού και στο κέντρο του φτερωτού δαχτυλιδιού βρίσκονταν ο αρχηγός τους, ο οποίος ζυγιάζοντας τα φτερά του, παρέμενε ακίνητος στους αιθέρες. Αφού τέντωσε το λαιμό του προς τα κάτω, κοίταξε για αρκετή ώρα το συγκεντρωμένο πλήθος και κατευθύνθηκε προς το έδαφος ακολουθούμενος απ’ τους αετούς του.
«Σας περίμενα», ξαναείπε μόλις τα νύχια του αγκιστρώθηκαν στο σκληρό δέρμα ενός ψηλού βράχου ώστε να μπορούν να το βλέπουν όλοι. «Βρισκόμαστε εδώ σήμερα εξαιτίας ενός ιδιαίτερα θλιβερού γεγονότος. Η Αντάρτισσα, η αρχόντισσα των κισσών, χτύπησε σκορπώντας το θάνατο. Τα θύματα ήταν πολυάριθμα, ο πόνος για το χαμό τους μεγάλος, μα το ερώτημα είναι ένα: γιατί; Γιατί χύθηκε το αίμα τόσων αθώων; Ανησυχώ και αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενη ενέργειά της. Μήπως και άλλο αίμα αθώων; Η Αντάρτισσα είναι εχθρός όλων των πουλιών, ελλοχεύει σε κάθε μας βήμα. Αν θέλουμε να βλαστήσει το λουλούδι της φτερωτής μας κοινωνίας, πρέπει να απαλλαχτούμε απ’ τα ζιζάνια που προσπαθούν να το πνίξουν. Θάνατος, λοιπόν, στην Αντάρτισσα και στο λαό της. Αυτοί που έσπειραν τον τρόμο και το θάνατο στο νησί θα θερίσουν το θάνατό τους. Και στον αγώνα αυτό για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας πρέπει να συστρατευτούν όλα τα πουλιά προκειμένου να τελεσφορήσει η προσπάθεια αυτή και μπροστάρηδες θα είμαστε εμείς, οι αετοί. Το σάπιο κομμάτι της οικογένειας των πτηνών πρέπει να ξεσκαρταριστεί, αν θέλουμε να μη σαπίσουν και τα υπόλοιπα. Κι αν κάποιο πουλί δε θέλει να βοηθήσει στον κοινό αυτό αγώνα, τότε στέκεται εμπόδιο στην εξυγίανση της κοινωνίας μας ή, με άλλα λόγια, όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εχθρός και πρέπει να τσακιστεί για το καλό όλων των πουλιών».
Αναστάτωση προκλήθηκε στο ακροατήριο, μα ο Πλάνος πήρε και πάλι το λόγο. «Αντιδράτε γιατί δεν έχετε συνειδητοποιήσει ακόμα τον κίνδυνο που διατρέχουμε. Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε δυτικά της αετοράχης για να πειστείτε», είπε, δείχνοντας προς την κατεύθυνση αυτή με τη δεξιά του φτερούγα.
Ένα σμήνος αετών μόλις είχε απογειωθεί από εκεί και κατευθυνόταν προς το χώρο της συγκέντρωσης. Πετούσαν αργά και φαίνονταν ο καθένας να κρατάει κάτι στα πόδια του, όμως η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη για να μπορέσουν τα πουλιά να διακρίνουν τι ακριβώς. Όσο πλησίαζαν, όλοι αντίκριζαν το μακάβριο φορτίο τους: νεκρά πουλιά.
«Κοιτάξτε με τα ίδια σας τα μάτια το αποτέλεσμα των νοσηρών ενεργειών των κισσών και σκεφτείτε όλα όσα έχω πει. Δεν πιστεύω πλέον να υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει για τα λόγια μου. Ο θάνατος μάς δείχνει τα δόντια του κι εμείς δεν πρέπει να καθίσουμε άπραγοι. Οι ίδιοι ορίζουμε την τύχη μας».
Καθώς ο Πλάνος ολοκλήρωνε το λόγο του, οι αετοί που μετέφεραν τα άψυχα σώματα είχαν ήδη φτάσει στο χώρο της συγκέντρωσης. Αφού πέταξαν κυκλικά πάνω απ’ αυτόν για να δουν όλοι καθαρά τι μετέφεραν, άφησαν τα θύματα της Αντάρτισσας με ιδιαίτερη προσοχή σ’ ένα σημείο που απείχε ελάχιστα απ’ το μαζεμένο πλήθος και πέταξαν μακριά. Στο μέρος αυτό που βρισκόταν στον ίδιο κατακόρυφο άξονα με το σύμβολο της δύναμης των αετών, το έδαφος ήταν αρκετά μαλακό, γεγονός που επέτρεπε την εύκολη ταφή τους.
Γρήγορα το σημείο περιστοιχίστηκε από όλα τα πουλιά. Πόνος και οργή αποτέλεσαν το μπερδεμένο κουβάρι των συναισθημάτων τους. Θρηνούσαν για τον άδικο χαμό τόσων αθώων, όπως ο Πλάνος τα είχε πείσει να πιστεύουν πως ήταν, ενώ ταυτόχρονα καταριούνταν τις κίσσες και ιδίως την Αντάρτισσα, την προσωποποίηση του Σατανά. Όταν καταλάγιασαν τα πάθη, το ένα πουλί μετά το άλλο έπαιρνε με το ράμφος του λίγο χώμα και το πετούσε στις σορούς τους.
Ο Πλάνος καθισμένος μόνος πιο πέρα, παρακολουθούσε ήσυχος το θέαμα μα ήξερε πολύ καλά ότι το παιχνίδι δεν τελείωσε ακόμα. Έπρεπε να κάνει την κίνηση ΜΑΤ, σύμφωνα με την πρόταση του Σερπετού, και για να το πετύχει αυτό έπρεπε να θυσιάσει τη “Βασίλισσά” του. Έσκυψε το κεφάλι του και με το ράμφος του δάγκωσε ένα νύχι απ’ το δεξί του πόδι. Το σύνθημα μόλις είχε δοθεί.
Δυο αετοί που βρίσκονταν κρυμμένοι από νωρίς το πρωί στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν, έσπρωξαν με δύναμη ένα τεράστιο βράχο που είχε τοποθετηθεί εκεί απ’ την προηγούμενη μέρα. Ο βράχος άρχισε να κυλάει με μεγάλη ταχύτητα στην πλαγιά συμπαρασύροντας ό,τι υπήρχε στο πέρασμά του. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την πτώση του. Όλα τα πουλιά κοίταξαν μαρμαρωμένα ψηλά τη στιγμή που έπεφτε πάνω στην αετοκεφαλή, διαλύοντας την. Το σύμβολο της δύναμής τους μόλις είχε θυσιαστεί, το σχέδιο εφαρμοζόταν κατά γράμμα.
«Φύγετε από εκεί», ούρλιαξε με προσποιητή ταραχή ο Πλάνος καθώς βράχια, πέτρες και σκόνη ετοιμάζονταν να κατασπαράξουν τα πουλιά.
Η φωνή του ξύπνησε σαν από λήθαργο τα τρομοκρατημένα πουλιά που πέταξαν πανικοβλημένα σε διάφορες κατευθύνσεις για να σωθούν. Ταυτόχρονα μια ομάδα αετών κινήθηκε αστραπιαία και άρπαξαν τα πιο αδύναμα πουλιά με τα νύχια τους τραβώντας τα μακριά, μα τα βράχια δεν άργησαν να πέσουν με μένος πάνω στο δακρύβρεχτο χώμα, σείοντάς το και καταβροχθίζοντας όσα πουλιά δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν. Ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε σ’ όλη την περιοχή. Κραυγές πόνου πότισαν την τραγική στιγμή και ο σκουρόχρωμος πίνακας χρωματίστηκε με κόκκινες βιαστικές πινελιές. Ο θάνατος για άλλη μια φορά είχε υφάνει τον ιστό του, έναν ιστό στον οποίο μπλέχτηκαν ακόμα και μερικοί αετοί. Οι επιζώντες εμβρόντητοι παρακολουθούσαν το θέαμα αδυνατώντας να αντιδράσουν. Όταν καθάρισε η ατμόσφαιρα απ’ την σκόνη, συγκλονισμένοι όλοι αντίκρισαν το μέγεθος της καταστροφής: εκατοντάδες νεκροί, αναρίθμητοι τραυματίες και η αετοκεφαλή ένας σωρός από πέτρες.
Ο Πλάνος, τότε, υψώθηκε στον ουρανό κελεύοντας τους αετούς του να πετάξουν στην κορυφή και να του φέρουν ζωντανούς ή νεκρούς αυτούς που προκάλεσαν την καταστροφή. Αμέσως μια ομάδα κατευθύνθηκε προς την κορυφή ενώ τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν πάνω τους. Με τα κεφάλια ψηλά τους παρακολουθούσαν καθώς χάνονταν στα σύννεφα και φυσικά δεν άργησαν να επιστρέψουν φέρνοντας σε πέρας την αποστολή τους. Στα πόδια τους κρατούσαν σφιχτά νεκρούς τους ενόχους που δεν ήταν άλλοι από τις κίσσες! Τις άφησαν μπροστά στον αρχηγό τους και απομακρύνθηκαν.
«Να οι εκτελεστές μας», είπε δείχνοντας αναστατωμένος. «Όχι μόνο δε σεβάστηκαν την ιερή στιγμή της ταφής των νεκρών μας αλλά την εκμεταλλεύτηκαν για να μετατρέψουν το νησί σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο. Είναι παράφρονες! Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αχαλίνωτη τρέλα τους; Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι και ασφαλώς δε θα μείνει ατιμώρητο αυτό. Από αυτή τη στιγμή κηρύσσω τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας των κισσών. Στο μέλλον αυτή τη μέρα θα θυμούνται οι παλιοί και θα γνωρίζουν οι νέοι ποιος είναι ο εχθρός της φτερωτής μας κοινωνίας. Αλλά τώρα ας αφήσουμε τα λόγια και ας σταματήσουμε να μεμψιμοιρούμε γιατί ήρθε η ώρα να κυνηγήσουμε όλοι μαζί ενωμένοι την Αντάρτισσα και το λαό της σε κάθε σημείο του νησιού μέχρι να εξαφανίσουμε το καρκίνωμα».
«Ναι», φώναξαν με πάθος όλα μαζί τα πουλιά καθώς ξεχείλιζαν από οργή για την αρχόντισσα των κισσών.
Τότε ο Πλάνος γεμάτος ικανοποίηση από την ευόδωση του σχεδίου των αετών, συμπλήρωσε: «Έχω βάσιμες υποψίες ότι τα κοτσύφια και τα σπουργίτια της προσφέρουν καταφύγιο. Πάμε, λοιπόν, στα πετρώδη εδάφη να διαλύσουμε την Αντάρτισσα και όποιον τη βοηθάει».
Ο Πλάνος, που δεν είχε ξεχάσει ποτέ ότι στο παρελθόν τα σπουργίτια και τα κοτσύφια είχαν εναντιωθεί στο θέλημά του, έκρινε πως ήρθε η στιγμή να τιμωρηθούν για τη στάση που επέδειξαν. Επιπλέον, με την παράλληλη εξόντωσή τους θα έλεγχε πλήρως και την περιοχή τους απ’ την οποία περνούσε το ποταμάκι. Και φυσικά η πρότασή του έγινε πανηγυρικά αποδεκτή.
Αφού έθαψαν τους νεκρούς, όλα τα πουλιά κατευθύνθηκαν προς τον νότο. Όποιον από τους μισητούς εχθρούς εντόπιζαν, ξέσκιζαν με μανία τις σάρκες του. Παντού νεκροί, παντού αίμα και μια κοινωνία σε σήψη. Όμως, η Αντάρτισσα δεν ήταν ανάμεσα στα θύματα. Ακολούθησε καταιγισμός κοφτερών βράχων προκειμένου να μη μείνει όρθιο ούτε ένα χλωρό χορταράκι.
Αρμαγεδδών!
Μερικά γκρίζα σύννεφα άπλωσαν τα πλατιά χέρια τους και σκέπασαν τα μάτια του ωχρού ήλιου που για άλλη μια φορά δεν άντεχε να βλέπει το αποτρόπαιο θέαμα. Τον πήραν στοργικά στην αγκαλιά τους προσπαθώντας να τον νανουρίσουν, μα μάταια. Ο άνεμος που σεργιάνιζε με τη σφυρίχτρα του και τα ξεφωνητά από τα ημιθανή πουλιά τον κομμάτιαζαν συθέμελα.
«Αρχηγέ των αετών», φώναξε ένα περιστέρι μέσα στον πυρετό της σφαγής, πλησιάζοντας τον Πλάνο. «Βρήκα πού κρύβεται η Αντάρτισσα! Την είδα σκεπασμένη με φύλλα πλάι από ένα βράχο στην όχθη του ποταμού».
Ο Πλάνος το κοίταξε και αστραπιαία βύθισε τα νύχια του στο λευκό του λαιμό χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Αμέσως μετά διέταξε να σταματήσει κάθε ενέργεια και να μαζευτούν όλοι γύρω του.
«Συναγωνιστές μου, τους τιμωρήσαμε όπως τους άξιζε τους άθλιους. Τους εξολοθρεύσαμε. Αξίζουν σε όλους συγχαρητήρια καθώς δώσαμε έναν κοινό αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας αν και δεν πιάσαμε την αρχηγό τους, το πιο επικίνδυνο πουλί του νησιού. Η Αντάρτισσα εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για την κοινωνία μας, γι’ αυτό εγώ και οι αετοί μου θα μείνουμε στην περιοχή για να τη βρούμε και να την εξαφανίσουμε οριστικά. Εσείς μπορείτε να φύγετε αφού άλλωστε έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Οι αετοί θα υπερασπιστούν για άλλη μια φορά το συμφέρον όλων των πουλιών».
Ο Σερπετός τον κοιτούσε από μακριά αμίλητος χωρίς να του είναι δύσκολο να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από μια τέτοια δήλωση. Αυτός εξάλλου ήταν ο εμπνευστής του σχεδίου ενώ ο Πλάνος απλώς το είχε εφαρμόσει με επιτυχία. Όμως σ’ αυτήν την τελευταία πινελιά δεν είχε ζητήσει τη γνώμη του, σκεφτόταν.
Τα φτερουγίσματα των πουλιών που έφευγαν για το δάσος τους, διέκοψαν τις σκέψεις του πειραγμένου Σερπετού, ωθώντας τον να κοιτάξει ψηλά. Όταν πια είχαν φύγει όλα και στον τόπο παρέμεναν μόνο οι αετοί, ο Πλάνος τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν στο ποτάμι.
«Ψάξτε δίπλα στα βράχια και βρείτε μου την Αντάρτισσα. Κάπου εδώ είναι και τη θέλω ζωντανή», υπογράμμισε.
Οι αετοί δεν άργησαν να τη βρουν και να την οδηγήσουν μπροστά του. Τότε ο Πλάνος υψώνοντας το ανάστημά του μπροστά στην ταλαιπωρημένη κίσσα, είπε: «Στη ζούγκλα, το τέλος γράφεται πάντα με αίμα!» και της έκοψε με το ράμφος του το λαιμό. Στη συνέχεια γύρισε προς το μέρος των αδελφών του σημειώνοντας: «Όπως καταλαβαίνετε, αυτό που είδατε δε συνέβη ποτέ. Η Αντάρτισσα πάντα θα απειλεί την ευρυθμία της κοινωνίας μας κι εμείς πάντα θα προστατεύουμε τον κόσμο μας απ’ αυτήν».
Αμέσως μετά πέταξαν όλοι προς το βουνό ευχαριστημένοι, με τον εγωισμό τους να ξεχειλίζει και πανέτοιμοι να επιδιορθώσουν τις καταστροφές που είχε υποστεί ο τόπος τους. Ο Πλάνος ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου