Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 13 ΙΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Λίγα μέτρα πιο μακριά ηχούσαν τα τύμπανα του πολέμου. Οι κίσσες είχαν συγκεντρωθεί και άκουγαν με προσοχή την αρχηγό τους που έβγαζε έναν πύρινο λόγο.

«Πριν μερικούς μήνες κατατροπώσαμε τους γείτονές μας, τα γλαυκόμορφα, πολεμώντας στο πλευρό ενός απ’ αυτούς. Ποιος όμως βρισκόταν πίσω από εμάς; Ποιος μας προμήθευε πολεμικό υλικό; Οι αετοί. Είχαμε δώσει έναν κοινό αγώνα μαζί τους αλλά τώρα αυτοί έστρεψαν το βλέμμα τους στα εδάφη μας και χωρίς να μας ρωτήσουν ενέλαβαν τη διοίκηση του ποταμού. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα στη περιοχή μας! Μα και αν βάζαμε νερό στο κρασί μας και ανεχόμασταν την άτιμη ενέργειά τους, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε ότι αθέτησαν το λόγο που μας έδωσαν. Μας είχαν υποσχεθεί ότι θα επισκεπτόμασταν τη λίμνη όποτε θέλαμε. Τώρα, όμως, που έχει παγώσει, πρέπει να έχουμε τα ίδια δικαιώματα και στο ποτάμι ενώ αυτοί ανακοίνωσαν ότι μπορούμε να πίνουμε νερό μόνο το ένα τέταρτο της μέρας. Μόνο ένας χαρακτηρισμός τους ταιριάζει για όλα αυτά: Άτιμοι! Είναι ζήτημα τιμής να υπερασπιστούμε τα ιερά χώματα των προγόνων μας και να τιμωρήσουμε τους μιαρούς αετούς με τα ίδια τους τα όπλα. Πρέπει να καθαρίσουμε το μίασμα. Ο πόλεμος αυτός είναι ιερός!»

«Ιερός πόλεμος!», βροντοφώναξαν όλες οι κίσσσες μαζί και διασκορπίστηκαν για να ξελεκιάσουν την πατρίδα τους.

Χωρισμένες σε τμήματα που το καθένα απαρτίζονταν από πέντε κίσσες, έστησαν καρτέρι πίσω από τα κατάλευκα βράχια κατά μήκος του ποταμού. Όταν κάποιος αετός απομακρύνονταν απ’ τα αδέρφια του που περιφρουρούσαν την περιοχή, του ορμούσε όποιο τμήμα βρισκόταν κοντά. Η μια κίσσα του πίεζε το ράμφος για να μην του δοθεί η δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια, οι δύο του συγκρατούσαν τα πόδια και οι άλλες δύο τα φτερά. Τον έσερναν πίσω απ’ το βράχο και χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, ξέσκιζαν τις σάρκες του. Ο ένας αετός μετά τον άλλο πιανόταν στον καλοπλεγμένο ιστό τους.

«Ησυχία», ψιθύρισε μια κίσσα, «ένας αετός περνάει από μπροστά. Έτοιμες… Τώρα!» έκανε και του χίμηξαν όλες μαζί.

Ένας άλλος που περνούσε απ’ το ίδιο σημείο τις αντιλήφθηκε καθώς τραβούσαν το ανυπεράσπιστο πουλί που πάλευε να απελευθερωθεί απ’ τους δήμιους του.

«Δεχόμαστε επίθεση», έκραξε και έσπευσε να βοηθήσει τον αδερφό του που μπλέχτηκε στα δίχτυα τους. Αστραπηδόν, όλοι οι αετοί βρέθηκαν δίπλα του σώζοντας τον αετό που κινδύνευε και σφαγιάζοντας τις δύο απ’ τις πέντε κίσσες. Οι άλλες τρεις κατάφεραν να ξεφύγουν.

«Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλες», είπαν μεταξύ τους και πέταξαν ψηλά σκανάροντας τον τόπο.

Αμέσως οι κίσσες εγκατέλειψαν τις κρυψώνες τους και πέταξαν ταχύτατα προς διαφορετικές κατευθύνσεις ώστε να δυσκολευτούν να τις ακολουθήσουν οι διώκτες τους. Πράγματι, μόνο ένας μικρός αριθμός αποτέλεσε λεία τους.

Οι αετοί, αφού κατασπάραξαν όσες έπεσαν στα νύχια τους, καταμέτρησαν τις απώλειες που είχαν περισυλλέγοντας τις σορούς των νεκρών αδελφών τους. Το κλίμα ήταν βαρύ. Τα ράμφη παρέμεναν ερμητικά κλειστά και στα μάτια τους καθρεφτιζόταν ο πόνος, ο πόνος για τα χαμένα αδέλφια τους, ο πόνος για τον πληγωμένο τους εγωισμό, ο πόνος που απέρρεε απ’ την συνειδητοποίηση πως δεν ήταν άτρωτοι. Και σκυθρωποί συνέχιζαν το μακάβριο έργο τους.

Μα οι κίσσες επέστρεψαν από αέρος αποφασισμένες να τους δώσουν τη χαριστική βολή.

«Ρίξτε», πρόσταξε η Αντάρτισσα που ηγούταν το σμήνος. Παρευθύς, εκσφενδόνισαν τα κοφτερά βράχια πάνω στους αετούς και εξαφανίστηκαν στους αιθέρες.

Μακελειό!

Τραυματίες και νεκροί είχαν γίνει ένα κουβάρι. Ουρλιαχτά χαράκωσαν το τοπίο προσκαλώντας το Χάρο που για άλλη μια φορά διέσχιζε τον Αχέροντα ποταμό έχοντας γεμάτη τη βάρκα του με ψυχές που έκοψε με το δρεπάνι του. Μα δεν ήταν μόνο ψυχές αετών αλλά και κάποιων άλλων πουλιών που είχαν παραμείνει στο ρυάκι μετά τις δηλώσεις του Πλάνου. Όσοι επέζησαν έσπευσαν στο βουνό για να ενημερώσουν τον αρχηγό τους, ο οποίος μόλις άκουσε τα θλιβερά μαντάτα εξερράγη απ’ τον θυμό του.

«Αυτό που συνέβη είναι αδιανόητο! Η γη ποτίστηκε με αίμα αετών! Τα αδέρφια μας χάθηκαν και ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό; Η Αντάρτισσα, αυτό το μηδαμινό πουλερικό! Δεν έπρεπε να την εμπιστευτώ. Μας χτύπησε πισώπλατα η ύπουλη αλλά δεν έχει καταλάβει με ποιους τόλμησε να τα βάλει. Οι ασκοί του Αιόλου μόλις έχουν ανοίξει και θα πληρώσει πολύ ακριβά αυτή της την πράξη. Θα την κυνηγήσω παντού, δε θα’ χει μέρος να κρυφτεί, ξερό κλαρί για να σταθεί. Θα εξαφανίσω από το χάρτη αυτήν και το λαό της γιατί όποιος τολμά να εναντιωθεί στους αετούς, του αξίζει ο θάνατος».

«Σίγουρα ο πόνος είναι μεγάλος», παρενέβη ο Σερπετός. «Όλοι θρηνούμε αυτή τη δύσκολη ώρα το χαμό των αδελφών μας αλλά αντί να παρασυρθούμε απ’ το συναίσθημα, ας κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Οι κίσσες έχουν τη δυνατότητα να ξεγλιστράνε σαν χέλια. Όταν αισθανθούν τον κίνδυνο, εξαφανίζονται ως δια μαγείας και επιτίθενται από εκεί που δεν το περιμένεις. Επιπλέον, έχουν στα πόδια τους αξιοζήλευτο πολεμικό υλικό που οι ίδιοι τους παραχωρήσαμε στην επιχείρηση διάλυσης των γλαυκόμορφων. Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μ’ αυτές καθώς θα είναι δύσκολη και χρονοβόρα η απόπειρα εξόντωσης τους.

»Γι’ αυτούς όλους τους λόγους μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι θα πρέπει να πρυτανεύσει η πονηριά στις ενέργειές μας: δε χρειάζεται μόνοι μας να κυνηγάμε την Αντάρτισσα και το λαό της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του νησιού αλλά στην επιχείρηση αυτή είναι αναγκαίο να εμπλέξουμε και τα άλλα πουλιά. Για να σταθούν, όμως, στο πλευρό μας πρέπει να τους περάσουμε την ιδέα ότι κινδυνεύουν απ’ αυτές, ότι είναι εχθροί όλων τους και πως ο κόσμος μας απειλείται. Θα φροντίσουμε, δηλαδή, να παρουσιαστεί η Αντάρτισσα ως ο δεύτερος διάβολος. Ο φόβος με τον οποίο θα τα μπολιάσουμε, αυτόματα θα μετατραπεί σε μίσος γι’ αυτήν και όλοι θα επιθυμούν τη σύλληψη και τη θανάτωση του μαύρου πρόβατου της οικογένειας των πτηνών. Και λαμπαδηφόροι σ’ αυτόν τον αγώνα θα είμαστε εμείς ώστε να πετύχουμε αφενός τη γρήγορη εξάρθρωσή τους και αφετέρου θα κερδίσουμε την εκτίμηση όλων. Κανείς πλέον δε θα αμφιβάλλει πως κινούμαστε με γνώμονα το κοινό καλό, ενώ παράλληλα θα καταφέρουμε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: θα σταματήσουν να ακούγονται παράπονα απ’ τα πουλιά για τον περιορισμό των ελευθεριών τους επειδή το ενδιαφέρον τους θα επικεντρωθεί στην εξουδετέρωση της ομάδας της Αντάρτισσας. Στη σκιά ενός τέτοιου απαράμιλλου στόχου θα ατονήσει η δυσαρέσκεια απ’ την καταπίεση που υφίστανται».

«Καλά όσα λες αλλά πώς θα πείσουμε τα πουλιά ότι η Αντάρτισσα ροκανίζει τον κορμό της κοινωνίας μας;» ρώτησε ο Πλάνος.

«Όλοι γνωρίζουν πως οι κίσσες δεν έχουν καλές σχέσεις με τα άλλα είδη πουλιών. Καλούμαστε, επομένως, να τους το θυμίσουμε δίνοντας έμφαση στο σημερινό περιστατικό μα στη συνέχεια εισηγούμαι να κάνουμε κάτι ακραίο, κάτι που να μην αφήσει περιθώρια αμφιβολίας σε κανέναν για τον κίνδυνο που διατρέχει το νησί απ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, προτείνω να προκαλέσουμε οι ίδιοι μια μεγάλη καταστροφή στην περιοχή μας, στο βουνό, παρουσία όλων των πουλιών και να ισχυριστούμε, αποδεικνύοντας το με πλαστά στοιχεία, πως ευθύνονται οι κίσσες γι’ αυτήν. Υπάρχει ένα παιχνίδι των ανθρώπων που ονομάζεται σκάκι, στο οποίο πολλές φορές ο παίκτης αναγκάζεται να θυσιάσει το καλύτερο του κομμάτι, τη Βασίλισσα, προκειμένου να κερδίσει το παιχνίδι. Το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς ενώ όλοι θα νομίσουν ότι οι κίσσες είναι αυτές που σκορπούν τον όλεθρο, όμως, την αλήθεια δε θα τη μάθουν ποτέ. Και φυσικά κανείς δεν πρόκειται να μας υποψιαστεί γιατί το χτύπημα θα γίνει στα μέρη μας! Βέβαια, αργότερα, αν κριθεί απαραίτητο, μπορούμε, σαν καλοί παίχτες που είμαστε, να κάνουμε παρόμοιες ενέργειες και σε άλλα μέρη του νησιού για τις οποίες θα κατηγορηθούν οι κίσσες. Προκειμένου να πετύχουμε το σκοπό μας δε θα λογαριάσουμε τίποτα. Η Αντάρτισσα θα γίνει ο χειρότερος εφιάλτης των πουλιών για να μπει το τελευταίο λιθαράκι της ολοκληρωτικής κυριαρχίας μας».

Ο Πλάνος κοίταξε αποσβολωμένος το Σερπετό. Το σατανικό μυαλό του τρόμαζε ακόμα και τον ίδιο.

Δεν απάντησε. Αφού έμεινε σκεφτικός για λίγη ώρα, έδωσε εντολή τους αετούς του να περισυλλέξουν με ιδιαίτερη προσοχή τα πτώματα ώστε να μην πέσουν σε μια νέα ενδεχόμενη παγίδα της Αντάρτισσας. Ο ίδιος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς το δάσος με τη λίμνη αναζητώντας τον Άβουλο. Όταν τον συνάντησε του παράγγειλε τα εξής:

«Αύριο το πρωί θα γίνει στους πρόποδες του βουνού η ταφή των αετών που θανατώθηκαν σήμερα στο ποτάμι απ’ τις κίσσες και μαζί τους θα ταφούν και όσα άλλα πουλιά υπήρξαν θύματα αυτής της άνανδρης επίθεσης. Καθήκον σου είναι να ενημερώσεις για την τελετή όσους κατοικούν στο δάσος αυτό. Δεν πρέπει να λείψει κανείς!».

Ο Άβουλος, αφού έσκυψε με δουλοπρέπεια το κεφάλι, έφυγε για να γνωστοποιήσει τα νέα ενώ ο Πλάνος αναχώρησε για το βουνό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου