Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 4 Ο ΓΥΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Τα πουλιά, με ανοιχτό το ράμφος, τούς κοιτούσαν καθώς έφευγαν. Κάποια αδυνατούσαν να κατανοήσουν τι ακριβώς είχαν εξαγγείλει οι αετοί, πολλά αισθάνθηκαν ικανοποίηση και χαρά για την απροσδόκητη ευσπλαχνία τους, άλλα αδιαφόρησαν, μερικά αντιμετώπισαν την κίνησή τους με καχυποψία, ενώ ελάχιστα που είχαν αντιληφθεί πως οι μέρες που θα έρχονταν θα ήταν δύσκολες και πως η ελευθερία τους ναρκοθετούνταν, με πικρία και οργή.

Είχαν σχηματιστεί αναρίθμητα πηγαδάκια που είχαν όλα το ίδιο αντικείμενο συζήτησης. Ένα κράμα ψιθύρων απλώθηκε στην περιοχή. Ξαφνικά, ένας γύπας, ο Άβουλος, πέταξε ψηλά στον αέρα μαγνητίζοντας τα βλέμματα των πουλιών και με μια απότομη βουτιά προσγειώθηκε δίπλα απ’ τις φωλιές που έκρυβαν στην κοίτη τους το πολύτιμο δώρο των αετών.

«Τι περιμένετε;» φώναξε εκνευρισμένος, ενώ τα πουλιά που είχαν ήδη σταματήσει να συζητούν μεταξύ τους, τον άκουγαν προσεχτικά με την αρωγή των μαϊνών. «Δε βλέπετε πόσο φροντίζουν τα μεγάλα πουλιά του βουνού όλο τον τόπο, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να αδιαφορούν και να κοιτάζουν το συμφέρον τους; Το ξέρατε εσείς ότι η λίμνη κινδύνευε να στερέψει; Φυσικά όχι, γιατί δεν μπορείτε να πετάξετε τόσο ψηλά όσο εκείνοι με αποτέλεσμα να έχουμε όλοι μας την εντύπωση ότι θα υπάρχει νερό για πάντα. Αιθεροβατούμε! Ευτυχώς που μας άνοιξαν τα μάτια και διέλυσαν κάθε ψευδαίσθηση που τυχόν τρέφαμε. Όμως δεν επισήμαναν μόνο το πρόβλημα αλλά βρήκαν και τρόπο για την ίαση του, ενώ επιπρόσθετα επιβαρύνθηκαν με τον έλεγχο εφαρμογής των κανονισμών. Και όλα αυτά για το καλό μας! Πόσο φιλεύσπλαχνοι και ανυστερόβουλοι είναι! Όσο δε για την κοινή γλώσσα, τι έχετε να πείτε; Μόνο το κοφτερό μυαλό τους θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μάλιστα, θα αναλάβουμε εμείς οι γύπες να σας διδάξουμε τη γλώσσα των αετών, αφού, όπως αντιλαμβάνεστε, μιλάμε την ίδια γλώσσα με αυτούς. Μα οι μεγαλόκαρδοι αετοί δεν περιορίστηκαν στα παραπάνω αλλά μας προσφέρανε απλόχερα και τα μεγαλοπρεπή φτερά τους. Ελάτε, επιτέλους, να τα πάρετε. Μας έκαναν την τιμή να μοιάσουμε με την εξοχότητά τους και εσείς κάθεστε και το σκέφτεστε ακόμα;».

«Σταθείτε», ξεφώνισε ο Νοήμων, ο γλωσσομαθής παπαγάλος, που πέταξε και κάθισε πάνω σε μια απ’ τις φωλιές των αετών. «Σταθείτε, μην τον ακούτε. Και συ, Άβουλε, σταμάτα να τους φουσκώνεις τα μυαλά. Σαν τα σκυλάκια που τρέχουν πίσω από τους ανθρώπους, έτσι και σεις, οι γύπες, τρέχετε πίσω από τους αετούς. Έχετε ξεχάσει πως το βουνό των αετών κάποτε σας άνηκε, έχετε ξεχάσει πόσο αίμα χύθηκε όταν οι αετοί θέλησαν να το σφετεριστούν. Ναι, γνωρίζω πως ανήκετε στην ίδια οικογένεια πτηνών, όμως εκείνοι το γνώριζαν όταν ξεπουπούλιαζαν τους παππούδες σας; Γύπες, αν και είστε απ’ τα πιο δυνατά πουλιά του δάσους μας, εισπράττετε τώρα τον οίκτο μου. Σερνόμενοι σαν τα σκουλήκια στο χώμα, είστε πραγματικά αξιοθρήνητοι. Παρουσιάζετε όσα μας ανακοίνωσαν ως αγαθοεργίες γιατί στις φλέβες σας ρέει το ίδιο αίμα με εκείνους. Ίσως προσδοκάτε να σας ανταμείψουν για τις υπηρεσίες σας ή καλύτερα για τη δουλοπρέπειά σας.

»Κι εσείς, πουλιά, μην ακούτε τον άθλιο αυτό γύπα και μην πιστεύετε στην ανιδιοτέλεια των αετών. Μην εθελοτυφλείτε! Ανοίξτε τα μάτια και δέστε πως στο όνομα της δικαιοσύνης καταπατείται κάθε ίχνος δικαίου. Η ελευθερία μας διακυβεύεται! Στο εξής δε θα μπορούμε να πίνουμε όποτε θέλουμε νερό απ’ τη λίμνη αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ώρες ενώ οι αετοί θα προσέρχονται όποτε το επιθυμούν. Και ίσως αυτό είναι μόνο η αρχή. Είναι αδίστακτοι και άπληστοι! Ποιος μας εγγυάται ότι θα αρκεστούν σ’ αυτό; Και για τι είδους έλεγχο μιλάνε; Σίγουρα κρύβουν κάτι πολύ βρόμικο στο σάπιο μυαλό τους.

»Όσο αφορά δε τα επιχειρήματα με τα οποία στήριξαν την πρότασή τους για την ύπαρξη κοινής γλώσσας, είναι αφοπλιστικά. Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα βοηθούσε πολύ στην επικοινωνία με τα άλλα είδη πουλιών, ίσως και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ μας, όμως, με φοβίζει το γεγονός ότι επιλέχθηκε η γλώσσα των αετών για το σκοπό αυτό και προβληματίζομαι για το μέλλον της γλώσσας που κάθε πουλί μιλάει. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χαθεί. Προσωπικά, αν και όπως ξέρετε, γνωρίζω όλες τις γλώσσες των πτηνών, αρνούμαι να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα τους και σας καλώ να κάνετε το ίδιο. Τέλος θεωρώ ανάξιο λόγου το δώρο που μας έκαναν. Είναι γελοίο και σκοτεινό! Ανησυχώ πάρα πολύ».

«Μην τον ακούτε», πετάχτηκε ο Άβουλος που με δυσκολία συγκρατούσε τα νεύρα του. «Δεν ξέρει τι λέει ο ανόητος. Πλησιάστε και πάρτε τα ονειρώδη φτερά τους. Πηγαίνω, μάλιστα, να φέρω ρετσίνι από κορμούς πεύκων για να τα φορέσουμε».

Ολοκληρώνοντας τη φράση του αυτή, ο γύπας αστραπιαία υψώθηκε στον ουρανό για να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που μόλις είχε δώσει.

Οι συζητήσεις μεταξύ των πουλιών φούντωσαν και πάλι. Μια κότα ξεχώρισε απ’ το πλήθος και πλησιάζοντας τις φωλιές των αετών, πήρε μερικά φτερά.

«Τι κάνεις εκεί;» κραύγασε με απόγνωση ο Νοήμων. «Δεν κατάλαβες τίποτα απ’ όσα είπα; Δε διαισθάνεσαι τον κίνδυνο; Η πιο αθώα σκέψη που μπορεί κανείς να κάνει είναι ότι με το δώρο τους αυτό επιχειρούν να μας ρίξουν στάχτη στα μάτια ή να εξαγοράσουν την ανοχή μας. Θα πουληθείς τόσο φτηνά;»

«Σ’ ακούω που μιλάς τόση ώρα, παπαγάλε», απάντησε με θράσος η κότα «και το μόνο που κατάλαβα είναι ότι έχεις εμπάθεια με τους αετούς που σε τυφλώνει και προσπαθείς να παρασύρεις κι εμάς. Εγώ θέλω να τους μοιάσω, θέλω να έχω όμορφα και δυνατά φτερά. Γι’ αυτό τίποτα δε θα μ’ εμποδίσει απ’ το να υλοποιήσω το όνειρό μου».

Τότε η κότα παραμέρισε με το σώμα της τον παπαγάλο, πήρε δυο φτερά και απομακρύνθηκε σηκώνοντας το κεφάλι επιδεικτικά. Στη συνέχεια ένας κύκνος προχώρησε προς τις φωλιές.

«Και συ!» ψέλλισε με σπασμένη φωνή ο Νοήμων. «Μα εσύ έχεις ωραία, κάτασπρα φτερά. Όλα τα πουλιά θα ήθελαν να έχουν φτερά σαν τα δικά σου».

«Ναι, αλλά δεν είναι φτερά αετού τα δικά μου!», επισήμανε ο κύκνος και πήρε και εκείνος μερικά.

«Εσύ τι τα θες τα φτερά;» ρώτησε απογοητευμένος ο παπαγάλος έναν πελαργό που κατευθύνονταν και αυτός προς τις φωλιές. «Έχεις εξίσου δυνατά φτερά με εκείνους και πετάς το ίδιο καλά» τον κολάκευσε προσπαθώντας να τον αποτρέψει να διαπράξει το λάθος.

Μα η απάντηση που πήρε ήταν η ίδια: «Ναι, αλλά δεν είναι φτερά αετού τα δικά μου».

Ο παπαγάλος με αργά βήματα και σκυφτό το κεφάλι απομακρύνθηκε για να μη βλέπει το ξεπεσμό τους.

Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο γύπας κουβαλώντας σ’ ένα κέλυφος χελώνας το ρετσίνι και η κότα, ο κύκνος και ο πελαργός αμέσως έτρεξαν προς το μέρος του για να πάρουν το πολύτιμο υγρό. Αφού άλειψαν με ρετσίνι το σώμα τους, κόλλησαν με υπερηφάνεια τα φτερά των αετών και προχώρησαν γεμάτοι καμάρι προς το μέρος των υπολοίπων. Το ίδιο έπραξε και ο Άβουλος. Τότε και άλλα πουλιά, παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις που τυχόν είχαν, πλησίασαν τις φωλιές και πήραν φτερά, τα οποία κόλλησαν αμέσως επάνω τους. Στη συνέχεια περικυκλώνοντας το γύπα, τον εκλιπαρούσαν να τους μάθει τη γλώσσα των αετών. Μέσα στον πανικό και στην οχλαγωγία που είχε προκληθεί προκειμένου να αποσπάσουν από το γύπα την ποθητή απάντηση, ένα σπουργίτι πέταξε και κάθισε πάνω σ’ ένα δέντρο, ώστε να μπορούν να το διακρίνουν τα υπόλοιπα πουλιά.

«Εμείς, τα σπουργίτια», είπε, «εκφράζουμε τη λύπη και τον αποτροπιασμό μας για την κατάντια σας. Δεν θα αυτοκτονήσουμε μαζί σας, γιατί είναι αυτοκτονία αυτό που επιχειρείτε να κάνετε. Μπορεί να έχουμε γκρίζα και αδύναμα φτερά, μπορεί να μην κελαηδάμε σαν τα καναρίνια αλλά είμαστε υπερήφανα και για το χρώμα των φτερών μας αλλά και για τη γλώσσα μας. Δεν διαπραγματευόμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο γιατί μ’ αυτά μας έχουν προικίσει οι πατεράδες μας και είμαστε υποχρεωμένοι να τα διαφυλάξουμε».

Ταυτόχρονα ένα κοτσύφι κάθισε από δίπλα του λέγοντας: «Έχοντας στο συγκεκριμένο ζήτημα τις ίδιες αντιλήψεις με τα σπουργίτια, θα αποχωρήσουμε προς ένδειξη διαμαρτυρίας και σας καλούμε να ακολουθήσετε το παράδειγμά μας».

Πράγματι, χωρίς να έχουν διάθεση να διαπραγματευτούν την απόφαση που είχαν πάρει, τα κοτσύφια και τα σπουργίτια πέταξαν προς τα πετρώδη εδάφη. Προκλήθηκε αναστάτωση. Ο γύπας προσπάθησε να καθησυχάσει τα υπόλοιπα πουλιά: «Μη δίνετε σημασία. Όταν όλοι θα είμαστε όμορφοι με τα νέα μας φτερά, αυτοί θα παραμείνουν απεχθείς. Είναι ξεροκέφαλοι, γι’ αυτό και θα έρθει γρήγορα η στιγμή που θα μείνουν στο περιθώριο».

«Κάντε κι εσείς το ίδιο», ζήτησε ο παπαγάλος που αναθάρρησε με τη στάση των σπουργιτιών και των κοτσύφων, μα μόνο οι σπίνοι και τα αηδόνια πέταξαν μακριά, ακούγοντας την προτροπή του. Όλα τα άλλα αφημένα στη γοητεία των καινούριων τους φτερών συζητούσαν με το γύπα τις τελευταίες λεπτομέρειες για τον τρόπο εκμάθησης της κοινής γλώσσας.

Ο παπαγάλος κοιτούσε με αηδία την κατάντια τους αλλά δεν άντεξε για πολύ. Άνοιξε τα πανιά του και σάλπαρε αποκαμωμένος για τη φωλιά του χωρίς να γυρίσει το κεφάλι πίσω ούτε για μια στιγμή. Όμως, δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου