Οι αετοί πανηγύριζαν για τη νέα τους επιτυχία μιλώντας ξιπασμένα για τον τρόπο που ενέργησαν και για την υπεροχή του είδους τους, αλλά ο Σερπετός φρόντισε με τα λόγια του να τους προσγειώσει στην πραγματικότητα.
«Αδέλφια, όταν έλεγα να παρέμβουμε για να σταματήσουμε τον πόλεμο, δεν εννοούσα να εξοντώσουμε τους δύο αντιπάλους. Μπορεί το αποτέλεσμα να μας ικανοποιεί αλλά σίγουρα θα ακουστούν και φωνές εναντίον της πολιτικής μας. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα δεν έχουμε όλο τον κόσμο υπό τον έλεγχό μας αφού ο μεγάλος μας αντίπαλος, οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους, εξακολουθούν να είναι ισχυροί κι εμείς δεν έχουμε ιδέα τι κάνουν».
«Σωστά», τον διέκοψε ο Πλάνος, «δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη δύναμη και τη δράση τους, επομένως δε μένει παρά να μάθουμε! Και για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να ενεργήσουμε στα κρυφά. Θα τους κατασκοπεύσουμε. Όμως, το μέγεθός μας δεν μας επιτρέπει να τους παρακολουθήσουμε χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί. Εξάλλου, στην περίπτωση που μας μυριστούν, ό,τι έχουμε χτίσει μέχρι τώρα θα γκρεμιστεί σαν χάρτινος πύργος αφού κάτι τέτοιο θα πυροδοτήσει αναβρασμό που ίσως αποτελέσει έναυσμα μιας γενικής εξέγερσης εναντίον μας. Αλλά ούτε και το γύπα μπορούμε να στείλουμε γιατί είναι εξίσου μεγαλόσωμος και γνωρίζουν ότι είναι τσιράκι μας. Πρέπει κάποιος άλλος να κάνει για λογαριασμό μας αυτή τη δουλειά».
«Η κίσσα, η Αντάρτισσα», πετάχτηκε ο Σερπετός. «Είναι ιδανική επιλογή καθώς δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε μέγεθος και έχει σκούρο χρώμα. Άλλωστε, οι κίσσσες φημίζονται για την ικανότητά τους να αποσπούν πληροφορίες κατασκοπεύοντας τον εκάστοτε εχθρό. Ειδικότερα, η Αντάρτισσα έχει σχηματίσει μια ομάδα από κίσσες που δεν περιορίζεται στην κατασκοπία αλλά επιτίθεται και καταστρέφει αυτόν που θα βάλει στον στόχο της ενώ δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω ότι έχει ακόμα τρία βασικά χαρακτηριστικά: διψάει για δύναμη, είναι άπληστη και μισεί όλα τα πουλιά που δεν ανήκουν στο είδος της. Πιστεύει, δηλαδή ότι όποιο πουλί δεν είναι κίσσα, του αξίζει ο θάνατος».
«Και γιατί θα δεχτεί να μας βοηθήσει;»
«Επειδή, όπως προανέφερα, μισεί τα γλαυκόμορφα όσο όλους μας αλλά κυρίως επειδή είναι άπληστη».
Ο Πλάνος αποδέχτηκε την πρόταση του Σερπετού και έσπευσε με τη συνοδεία δύο αετών και μιας μάινας να συναντήσει την Αντάρτισσα στα πετρώδη εδάφη όπου ζούσε. Όταν έφτασαν, πρόσεξαν με έκπληξη πως η περιοχή ήταν έρημη. Μέσα, όμως, σε ελάχιστο χρόνο τους περικύκλωσε μια ομάδα κισσών, έτοιμες να τους επιτεθούν και να αποβάλλουν το καρκίνωμα.
«Ήρθα σαν φίλος», δήλωσε ψύχραιμα ο Πλάνος.
«Τι ακριβώς θες;» ρώτησε αυστηρά η Αντάρτισσα που προχώρησε προς το μέρος του ενώ οι άλλες παρέμειναν στις θέσεις τους.
«Ήρθα για να ζητήσω τη βοήθειά σου. Είμαι γνώστης των αντιλήψεών σου και είμαι σίγουρος ότι οι σχέσεις σου ειδικά με τους γείτονές σου, τα ιδιότροπα γλαυκόμορφα, δεν είναι καλές. Θέλω να πας στο δάσος τους και να μου μεταφέρεις πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους».
«Και τι θα κερδίσω;», είπε κοφτά.
«Αν οι πληροφορίες που μας δώσεις αποδειχτούν χρήσιμες, ένας κοινός μας εχθρός θα φροντίσω να καταστεί ακίνδυνος. Επιπρόσθετα, θα επιτρέψω να επισκέπτεσαι τη λίμνη τις δώδεκα απ’ τις είκοσι τέσσερις ώρες της μέρας».
«Και τις είκοσι τέσσερις!», τόνισε.
Ο Πλάνος συμφώνησε και η Αντάρτισσα με τις κίσσες της εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Χωρίς να χάσει χρόνο κατευθύνθηκε ανατολικά και στρώθηκε στη δουλειά. Καλά κρυμμένη σε διάφορα σημεία άρχισε να παρακολουθεί υπομονετικά κάθε ενέργεια των γλαυκόμορφων. Ξάφνου παρατήρησε κάποια απρόσμενη κινητικότητα. Οι γκιόνηδες είχαν συγκεντρωθεί σ’ ένα μεγάλο δέντρο και συζητούσαν συνωμοτικά.
«Σύντροφοι», έλεγε ένας απ’ αυτούς, «έφτασε η στιγμή να εξεγερθούμε, να αποκτήσουμε επιτέλους αυτό που δικαιούμαστε, ανεξαρτησία. Εμείς δεν έχουμε κάποιο κοινό γνώρισμα με τις κουκουβάγιες και τους μπούφους, δε μας συνδέει τίποτα μαζί τους αφού διαφέρουμε και ως προς το χρώμα και ως προς το μέγεθος. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Τόσα χρόνια οι μεγαλόσωμοι σύντροφοί μας μάς συμπεριφέρνονται άσχημα και μας περιφρονούν επειδή είμαστε μικροκαμωμένοι. Ενώ κυνηγάμε εμείς τα τρωκτικά, στη συνέχεια υποχρεωνόμαστε να τα μοιραζόμαστε μ’ αυτούς. Πότε μας έδωσαν εκείνοι τροφή; Φτάνει πια! Τα ποντίκια που θηρεύουμε θα τα τρώμε μόνοι μας. Ήρθε η ώρα της επανάστασης!».
Με τη φράση αυτή ξεχύθηκαν στα γύρω δέντρα και εκδίωξαν τις κουκουβάγιες που κάθονταν στα κλαδιά τους. Εκείνες πέταξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους.
«Έγινε αυτό που φοβόμασταν! Επαναστάτησαν οι γκιόνηδες», έκραζαν.
«Ας τους κάνουμε να το μετανιώσουν», απάντησαν οι άλλες κουκουβάγιες και οι μπούφοι και ενωμένοι εκστράτευσαν εναντίον τους.
Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές, όμως, οι βραχύσωμοι και ολιγάριθμοι γκιόνηδες, παρόλο που πολεμούσαν με παροιμιώδη γενναιότητα και αυταπάρνηση, αναγκάζονταν σιγά σιγά, μπροστά στην κολοσσιαία δύναμη των αντιπάλων τους, να υποχωρήσουν στις κουφάλες των δέντρων αναζητώντας καταφύγιο.
Η κίσσα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, πέταξε προς το βουνό για να ενημερώσει τον Πλάνο χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν.
«Πλάνε, είμαι άγγελος καλών ειδήσεων. Τα γλαυκόμορφα αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα, έχουν εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι γκιόνηδες επαναστάτησαν διεκδικώντας αυτονομία. Είναι μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσεις τα όνειρά σου που συμβαδίζουν με τα δικά μου. Σύντριψε τους!»
Πριν προλάβει να της απαντήσει ο Πλάνος, ο Σερπετός ζήτησε να του μιλήσει εμπιστευτικά. «Δεν είναι φρόνιμο να επέμβουμε εμείς», σημείωσε. «Σου υπενθυμίζω πως όλα τα πουλιά μας θεωρούν θεματοφύλακες της ειρήνης. Δεν μπορούμε να κατακερματίσουμε την εικόνα μας αυτή που με τόσο κόπο δημιουργήσαμε».
Ο Πλάνος τον κοίταξε προβληματισμένος και επέστρεψε στην Αντάρτισσα λέγοντας: «Πιθανή άμεση ανάμειξή μας ίσως οδηγούσε σε επανασύνδεση των γλαυκόμορφων, που είναι καχύποπτα απέναντί μας και ενδεχομένως σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο ανάμεσά σ’ αυτά και σε μας με απρόβλεπτες διαστάσεις. Γι’ αυτό κρίνω πως εσύ είσαι το κατάλληλο πουλί που θα ρίξει το λάδι στη φωτιά. Με την ομάδα σου θα πολεμήσεις στο πλευρό των γκιόνηδων ώστε να αποδυναμωθούν οι ψωροπερήφανες κουκουβάγιες και οι ψηλομύτες μπούφοι. Μα πίσω από σένα θα βρισκόμαστε εμείς! Θα σε εξοπλίσω με τα πιο κοφτερά κομμάτια βράχων, θα σε κάνω πανίσχυρη και αυτό θα είναι το αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που θα μου προσφέρεις».
«Η συμφωνία έκλεισε», είπε η Αντάρτισσα και πέταξε προς τα πετρώδη εδάφη για να συγκεντρώσει την ομάδα της.
Καθώς ο ήλιος έσβηνε βυθισμένος στη θάλασσα, οι αετοί εφοδίαζαν τις κίσσες με το υλικό που τις υποσχέθηκαν ενώ οι γκιόνηδες εξακολουθούσαν να αμύνονται με αυτοθυσία.
Έμεναν ακόμα αρκετές ώρες μέχρι η πύρινη μπάλα να κρεμαστεί και πάλι στο δέντρο του ουρανού και οι κίσσες αρματωμένες πλησίαζαν το δάσος των γλαυκόμορφων. Ύστερα από εντολή της Αντάρτισσας δεν πέταξαν πάνω απ’ το δάσος γιατί υπήρχε η πιθανότητα να γίνουν ορατές από τους αντιμαχόμενους αλλά κινήθηκαν αρχικά παράλληλα και σε μεγάλη απόσταση από αυτό και στη συνέχεια εισήλθαν στον εναέριο χώρο του από ένα σημείο που η αρχηγός τους τούς υπέδειξε. Ο στόχος ήταν να αιφνιδιάσουν τις κουκουβάγιες και τους μπούφους χτυπώντας τους πισώπλατα. Και ο αιφνιδιασμός επιτεύχθηκε. Οι κίσσες σχίζοντας τον αέρα με ταχύτητα φωτός τούς εκτόξευσαν τις κοφτερές πέτρες μόλις βρέθηκαν σε απόσταση βολής και απομακρύνθηκαν χωρίς να μειώσουν ταχύτητα. Το κτύπημα αυτό ήταν ικανό ώστε να προκαλέσει το θάνατο ή τον τραυματισμό αρκετών απ’ αυτούς.
Την ίδια στιγμή που τα μεγαλόσωμα γλαυκόμορφα μετρούσαν τις πληγές τους και είχε προκληθεί αναστάτωση στις τάξεις τους απ’ την αναπάντεχη δολοφονική ρίψη πετρών, τους δράστες της οποίας δεν είχαν διακρίνει, οι γκιόνηδες έβγαιναν από τις κουφάλες των δένδρων και επιτίθονταν αμείλικτα. Οι κουφάλες στάθηκαν σωτήριες για τους επαναστάτες γιατί δεν τους παρείχαν μόνο καταφύγιο στις επιθέσεις των πρώην συντρόφων τους αλλά τους προστάτευαν και απ’ τον καταιγισμό των αιχμηρών πετρών. Έτσι, χωρίς απώλειες όρμησαν στους ανήμπορους αντιπάλους τους υποχρεώνοντας τους να υποχωρήσουν προσωρινά. Γρήγορα όμως οι κουκουβάγιες και οι μπούφοι ανέκαμψαν και άρχισαν να κερδίζουν έδαφος.
Τα τσιμπήματα δίνονταν εκατέρωθεν με το αίμα να στάζει απ’ τα κλαδιά και να κυλάει σαν ρυάκι απ’ τους κορμούς, βάφοντας με το χρώμα της κόλασης το διψασμένο χώμα που λαχταρούσε να κοιμίσει στην αγκαλιά του τα νεκρά σώματά τους. Η μάνα γη θα υποδέχονταν και πάλι στα σπλάχνα της τα παιδιά της. Ο αιώνιος κύκλος, ένας κύκλος που μίκρυνε απότομα επειδή το θέλησαν οι ίδιοι.
Μα μέσα στον πυρετό της μάχης κανείς δε συνειδητοποιούσε το μέγεθος της ανοησίας τους και η σφαγή συνεχιζόταν, μέχρι που οι γκιόνηδες, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να αποκρούσουν τις κατά κύματα επιθέσεις των πολέμιων τους, στριμώχτηκαν για άλλη μια φορά στις κουφάλες των δέντρων για να σωθούν. Όταν κάποια κουκουβάγια ή μπούφος επιχειρούσε να μπει στις κρυψώνες τους, του επιτίθονταν όλοι μαζί κατακρεουργώντας τον.
Δυο μαύρα ματάκια ξεπρόβαλλαν απ’ έναν διπλανό θάμνο, άλλα δυο μέσα απ’ τα φύλλα ενός δέντρου, άλλα δυο πίσω από ένα βράχο… οι κίσσες είχαν επιστρέψει και κρυμμένες περιμετρικά του πεδίου της μάχης, παρακολουθούσαν με ορθάνοιχτα μάτια την εξέλιξή της.
«Εμπρός!» έδωσε το σύνθημα η Αντάρτισσα και η ομάδα της χίμηξε στις κουκουβάγιες και τους μπούφους. Κάθε κίσσα έδινε στον καθένα τους από μια φαρμακερή τσιμπιά και τρέπονταν σε φυγή. Για δεύτερη φορά οι δύο σύντροφοι αιφνιδιάστηκαν και οι γκιόνηδες εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυσή τους, αλλά σε λίγη ώρα αναζήτησαν και πάλι σωτηρία στις κουφάλες των δέντρων.
«Σύντροφοι», φώναξε τότε ένας μπούφος«δε βλέπετε ότι οι δειλοί τρέχουν να σωθούν στις τρύπες των δέντρων. Εκεί μέσα εμείς με δυσκολία χωράμε αλλά και να πετυχαίναμε να μπούμε θα μας σφάγιαζαν αμέσως μόλις βάζαμε μέσα το πόδι μας. Παρόλ’ αυτά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι πιο έξυπνοι από εμάς. Θα περιμένουμε καρτερικά να τους θερίσει η πείνα και η δίψα και θα βγουν μόνοι τους. Και τότε, αλίμονό τους! Δεν θα αφήσουμε ούτε ένα πούπουλο στη θέση του. Αλλά τώρα άλλο πρέπει να μας απασχολεί, πώς θα αντιμετωπίσουμε τις απρόσμενες συμπαραστάτες των άθλιων γκιόνηδων, τις κίσσες. Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά γιατί είναι ύπουλα πουλιά. Χτυπάνε και φεύγουν επειδή δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν σώμα προς σώμα».
Πράγματι, χωρίς καθυστέρηση συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ τις κουφάλες, μα το μυαλό τους ταξίδευε, η σκέψη τους πλανιόταν στις κίσσες. Αλλά οι κίσσες δε φαίνονταν πουθενά.
Οι ώρες περνούσαν και το δάσος δεν άργησε να λουστεί στο φως. Τα μάτια των εξαντλημένων κουκουβάγιων και μπούφων, βάραιναν. Πού και πού έκλειναν, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα λεπτά, οι περισσότεροι να έχουν αποκοιμηθεί. Σπαραχτικές κραυγές πόνου θρυμμάτισαν την επιφανειακή γαλήνη της νέας μέρας. Κομμένα άκρα έπλεαν σε πορφυρές λίμνες. Οι κίσσες ήταν εκεί! Αφού είχαν εκσφενδονίσει στα νυσταγμένα πουλιά ακόμα μια παρτίδα κοφτερών βράχων, είχαν πέσει πάνω τους με μανία, σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο. Οι συμπολεμιστές επιχείρησαν να ανασυνταχθούν αλλά η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι χαοτική. Ο αριθμός των νεκρών συντρόφων τους ολοένα και αυξανόταν. Σαστισμένοι καθώς ήταν, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την ομάδα της Αντάρτισσας είχαν ξεχάσει ολότελα τους γκιόνηδες, αφήνοντας τις κουφάλες αφύλαχτες. Οι στασιαστές, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, τους όρμησαν. Πανικός! Μπροστά οι κίσσες, από πίσω οι γκιόνηδες και στο κέντρο μια άναρχη στρατιά δύο ειδών γλαυκόμορφων σε κατάσταση υστερίας.
Ο θερισμός των σωμάτων συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους τράπηκαν σε φυγή και οι αντίπαλοί τους τούς κυνήγησαν ανηλεώς. Ο ήλιος μελαγχόλησε στο φριχτό θέαμα των αναρίθμητων άψυχων κορμιών και κρύφτηκε πίσω από κάτι αραχνοΰφαντα συννεφάκια.
Η Αντάρτισσα πέταξε προς το βουνό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα. «Η αποστολή αποπερατώθηκε» ανάγγειλε και επέστρεψε στα πετρώδη εδάφη. Παράλληλα, οι γκιόνηδες απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους. «Σήμερα είναι ιστορική μέρα, είναι μέρα χαράς», έλεγαν τραγουδώντας. «Είμαστε επιτέλους ελεύθεροι. Αποτινάξαμε το ζυγό των πρώην συντρόφων μας. Δε θα δουλεύουμε πια για αυτούς αλλά μόνο για μας». Χαρούμενα τιτιβίσματα αντηχούσαν σε όλη την περιοχή, σκεπάζοντας τον ιστό που είχε απλώσει ο θάνατος.
Κάπου βαθιά, όμως, μέσα στο δάσος, οι διασωθέντες αντίπαλοί τους συνεδρίαζαν σε έντονο κλίμα. «Μπούφοι, υποστήκαμε μια ταπεινωτική ήττα. Ρεζιλευτήκαμε! Μα δεν πληγώθηκε μόνο η τιμή και ο εγωισμός μας. Ξέρετε καλά πως θρηνούμε εκατοντάδες νεκρούς συντρόφους μας. Αυτή τη δύσκολη ώρα πρέπει να φανούμε δυνατοί και ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε τη διαμορφωθείσα κατάσταση και κάποια μέρα εργαζόμενοι όλοι μαζί θα ξαναγίνουμε ισχυροί. Άλλωστε, το δάσος εξακολουθεί να μας ανήκει αφού οι γκιόνηδες πήραν μόνο ένα μικρό τμήμα του».
«Να ενωθούμε! Γιατί;» ξεσηκώθηκαν κάποιοι μπούφοι, στα λόγια αυτά των κουκουβάγιων. «Για να δουλεύουμε για λογαριασμό σας; Όχι! Θα ακολουθήσουμε το δρόμο που χάραξαν οι γκιόνηδες. Θέλουμε και απαιτούμε αυτονομία!»
«Ναι, στη διάσπαση», συμφώνησαν ουρλιάζοντας και οι υπόλοιποι μπούφοι. «Κι εμείς θέλουμε να ζούμε μόνοι μας. Ο συνασπισμός πλέον δεν καλύπτει τις ανάγκες μας».
Προκλήθηκε αναστάτωση. Κάθε επιχείρημα των κουκουβάγιων στάθηκε αδύνατο για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Η έκρυθμη κατάσταση δεν εκτονωνόταν αλλά αντίθετα όσο περνούσε η ώρα, η φωτιά που είχε ανάψει ανάμεσά τους, φούντωνε. Η διάσπαση ήταν πλέον γεγονός. Οι ποικιλίες των γλαυκόμορφων θα ζούσαν χωριστά η μια απ’ την άλλη. Οι αετοί είχαν πετύχει το σκοπό τους: ο μεγάλος αντίπαλός τους είχε εξουδετερωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου