Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΓΕΝΙΚΑ...

Φίλε αναγνώστη,

αποφάσισα σε αυτό το ιστολόγιο να ανεβάσω ένα παραμύθι που έγραψα πριν μερικά χρόνια, ένα παραμύθι διαφορετικό από τα συνηθισμένα, που αναφέρεται στην καταπίεση των Αδύναμων απ’ τους Δυνατούς και στις μηχανορραφίες των τελευταίων προκειμένου να επιβάλλουν το θέλημά τους.

Το έγραψα έχοντας πάντα στο μυαλό πως θα διαβαστεί από ενήλικες, που ενδεχομένως  προβληματιστούν από το πλήθος των μηνυμάτων του καθώς μέσα από τις σελίδες του δίδεται η δυνατότητα θέασης του κόσμου μας με μια άλλη ματιά: τη ματιά των Αρπαχτικών. Ωστόσο, θεωρώ πως θα ήταν λάθος να συσχετιστεί μόνο με γεγονότα που συμβαίνουν στις μέρες μας καθώς αρκεί ένα ξεφύλλισμα κάποιου βιβλίου Ιστορίας για να διαπιστώσει κανείς πως σε κάθε εποχή ο Δυνατός προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τον Αδύναμο με κάθε τρόπο.

Καλή ανάγνωση!

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 1 ΤΟ ΝΗΣΙ

Μεσημέριασε. 

Ένα λαγουδάκι με δυσκολία έτρεχε ανάμεσα στους θάμνους κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο. Δεν είχε περάσει πολύ καιρός απ’ τη γέννησή του, έμαθε όμως γρήγορα να τρέχει. 

Έτρεχε, έτρεχε, τρύπωνε στους θάμνους, πηδούσε από δω, πηδούσε από κει, προσπαθώντας να γνωρίσει τον κόσμο, έναν κόσμο αφιλόξενο στον οποίο δεν απείχε παρά μόνο ένα σκαλοπάτι απ’ τη βάση της τροφικής αλυσίδας. Αλλά δεν το γνώριζε!

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα... 

Καθώς δε φαινόταν πουθενά κανένα άλλο πλάσμα του ζωικού βασιλείου, είχε την εντύπωση πως ήταν μόνο του στην περιοχή. Ξάφνου, μια σκιά διέσχισε με ταχύτητα το τοπίο κάνοντας την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Κοίταξε γύρω του, μα δεν ήταν κανείς. 

Ανακούφιση! 

Αλλά όχι… η σκιά ήταν εκεί περιτριγυρίζοντας το, όμως, αυτό εξακολουθούσε να μη βλέπει κανέναν. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό από διαίσθηση. Ένας αετός που είχε προσέξει πόσο αδέξια κινούταν μόλις είχε ξαπολήσει την επίθεσή του και σαν βέλος κατευθυνόταν με μεγάλη ταχύτητα στον ανυπεράσπιστο στόχο του. 

Το λαγουδάκι προσπάθησε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ο αετός πλησίαζε, το λαγουδάκι έτρεχε, ο αετός πλησίαζε…

Σιγή.

Στην επιφάνεια της λίμνης καθρεφτίζονταν τα γύρω δέντρα και ανάμεσά τους οι αχτίδες του ήλιου έπλεκαν ένα χρυσαφένιο στεφάνι. Μια πάπια με τα τέσσερα παιδιά της επιχειρούσαν να μπουν μέσα. 

Το νερό γέμισε με ρυτίδες, η ομορφιά μόλις είχε χαθεί.

Η μητέρα προχωρούσε μπροστά και τα παπάκια της ακολουθούσαν. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά απ’ τη στεριά, σταμάτησαν κι άρχισαν να παίζουν με το νερό. Το ένα επιχειρούσε να κάνει την πρώτη του βουτιά, ενώ τα υπόλοιπα βρέχονταν μεταξύ τους με τα μικροκαμωμένα τους φτερά. Στο κεφαλάκι τους δεν υπήρχε καμία έγνοια, η ευτυχία οριζόταν απ’ αυτήν τη μοναδική αίσθηση ανεμελιάς, ελευθερίας.

Η μάνα - πάπια που τα παρακολουθούσε λίγο πιο πέρα, αφού τα άφησε να παίξουν για αρκετή ώρα, τα συγκέντρωσε γύρω της και παίρνοντας δασκαλίστικο ύφος ξεκίνησε να τους μιλάει:

«Παιδιά μου, θεωρώ πως έφτασε η στιγμή να σας περιγράψω τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Θέλω να με ακούσετε με ιδιαίτερη προσοχή και να μην ξεχάσετε ποτέ τα λεγόμενα μου. Έχετε την τύχη να μεγαλώνετε σ’ ένα πανέμορφο νησί, σ’ ένα νησί πλημμυρισμένο από χρώματα και ήχους. Η λιμνούλα με τα κρυστάλλινα νερά, όπου τώρα κολυμπάμε, είναι στο άκρο της βορειότερης χερσονήσου του και αποτελεί την απόληξη ενός μεγάλου δάσους στο οποίο ζουν φιλήσυχα πολλά είδη πουλιών, όπως καναρίνια, παπαγάλοι, γύπες, περιστέρια, σπίνοι, αηδόνια, πελαργοί, γερανοί, εμείς και τόσα άλλα. Η φύση με το πινέλο της έχει δημιουργήσει έναν παράδεισο! 

»Στον νότο, υπάρχει μια έκταση γεμάτη βράχια όπου κατοικούν μικρότερα πουλιά, όπως σπουργίτια, κοτσύφια, κίσσες καθώς και άλλα είδη. Όμως, η περιοχή αυτή αν και είναι πετρώδης, κρύβει ένα θησαυρό: εκεί βρίσκεται ένα ποταμάκι που, παρόλο που τώρα το καλοκαίρι είναι ξερό, το χειμώνα γεμίζει νερό και αποτελεί πηγή ζωής για όλα τα πουλιά, καθώς μόνο εκεί μπορούν να βρουν άφθονο νερό και τροφή αφού η επιφάνεια της λίμνης του βορρά παγώνει την εποχή αυτή. Αυτός είναι και ο λόγος που δροσιζόμαστε μόνο το καλοκαίρι στη λιμνούλα μας. Η μητέρα φύση φρόντισε να την ξεκουράζει. Πόσες και πόσες γενιές, παπάκια μου, μεγάλωσαν στην υδάτινη αγκαλιά της…

»Στη δυτική πλευρά του νησιού και σε μεγάλη απόσταση από δω, όπως μπορείτε να διακρίνετε, υπάρχει ένα βουνό που η κορυφή του φτάνει ως τα σύννεφα. Αυτό είναι το βουνό των αετών! Οι αετοί είναι τα μεγαλύτερα και δυνατότερα πουλιά του νησιού, έχουν μεγάλο ράμφος, και γαμψά νύχια, τα φτερά τους είναι καφέ, ενώ στην περιοχή του κεφαλιού και του λαιμού λευκά. Οι αετοί είναι παράξενα πουλιά, έχουν την τάση να χώνουν το ράμφος τους παντού, να έχουν άποψη για τα πάντα και να απαιτούν μάλιστα να επικρατεί. Δε θέλω να σκεφτώ τι θα συμβεί αν κάποια πουλιά εναντιωθούν στο θέλημά τους. Προσωπικά, σας συμβουλεύω να μη δίνετε σημασία σ’ ό,τι λένε και κάνουν, αν δε θέλετε να έχετε προβλήματα μαζί τους.

»Στο ανατολικό τμήμα του νησιού εκτείνεται το δάσος των γλαυκόμορφων, δηλαδή το δάσος με τις κουκουβάγιες, τους μπούφους και τους γκιόνηδες. Αν υπάρχουν κάποια πουλιά που φοβούνται οι αετοί και δεν τα ενοχλούν, αυτά είναι τα γλαυκόμορφα, αν και, όπως λέγεται, δεν είναι τόσο μεγαλόσωμα όσο αυτοί και δεν είναι προικισμένα με τόσο δυνατά νύχια. Όμως είναι πολυάριθμα και η ισχύς τους οφείλεται στη συντροφικότητά τους. Είναι ενωμένα και αλληλοϋποστηρίζονται. Επιπλέον, τη νύχτα που όλα τα πουλιά κοιμούνται, αυτά είναι απ’ τη φύση τους ξύπνια με αποτέλεσμα να αποτελούν έναν εν δυνάμει κίνδυνο για όλους. Το άσχημο, όμως, με τα γλαυκόμορφα είναι ότι είναι “κλεισμένα στο καβούκι τους”, για να δανειστώ την έκφραση από κάποια ζώα που σέρνονται στο χώμα, και αδιαφορούν για όσα διαδραματίζονται έξω απ’ την περιοχή τους. Γι’ αυτό οι αετοί μπορούν και δρουν ανενόχλητοι.

»Τέλος, στο κεντρικό τμήμα του νησιού υπάρχει ένας γυμνός λόφος που στο κέντρο του έχει μια σκοτεινή σπηλιά. Γύρω απ’ το λόφο αυτό απλώνεται μια έρημη και άγονη έκταση, στην οποία ζουν τα κοράκια. Τα κοράκια είναι κάτι μαύρα πουλιά, εξαθλιωμένα, που με δυσκολία επιβιώνουν, τα καημένα. 

»Αυτός, παιδιά μου, είναι ο κόσμος μας, ένας κόσμος υπέροχος μα και σκληρός».


Μόλις ολοκλήρωσε την περιγραφή, η πάπια έκανε στροφή και ακολουθούμενη απ’ τα παπάκια της κατευθύνθηκε προς τη στεριά για να ξεκουραστούν στην παχιά σκιά ενός γέρικου δέντρου.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 2 ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

Ο ήλιος έδυε χύνοντας το αίμα του στον ουρανό που βάφτηκε κόκκινος. Μια ακόμα μέρα στολισμένη με πορφυρές ανταύγειες έδινε τη θέση της στη νύχτα και οι αετοί, ο ένας μετά τον άλλο, επέστρεφαν στο βουνό.

«Καλησπέρα, Σερπετέ», είπε ένας αετός σ’ έναν άλλον που μόλις είχε προσεδαφιστεί. «Ο αρχηγός μας, ο Πλάνος, ζήτησε να συγκεντρωθούμε στην κορυφή του βουνού γιατί, όπως άκουσα, θέλει να μας μιλήσει για κάτι πολύ σοβαρό. Τα αδέρφια μας έχουν ήδη πάει και μας περιμένουν. Ας μην καθυστερούμε άλλο».

«Ας βιαστούμε, λοιπόν, δεν είναι σωστό να καθυστερεί η ομιλία εξαιτίας μας».

Με μια απότομη κίνηση, άνοιξαν τα τεράστια φτερά τους και μαστιγώνοντας τον αέρα όρμησαν στο κενό. Αφού αιωρήθηκαν για λίγα λεπτά ξετυλίγοντας όλο το μεγαλείο τους με τ’ απλωμένα φτερά τους, κινήθηκαν προς την κορυφή του βουνού, όπου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι αετοί. Είχαν σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο, στο κέντρο του οποίου, πάνω σ’ έναν βράχο, στεκόταν αγέρωχα ο Πλάνος. Μόλις οι δύο αετοί πήραν τη θέση τους ανάμεσα στους υπολοίπους, ο Πλάνος πήρε το λόγο.

«Αδέρφια μου, εμείς οι αετοί, οι άρχοντες των αιθέρων, είμαστε τα δυνατότερα πουλιά του κόσμου. Όπως άλλωστε γνωρίζετε πολύ καλά, η εμφάνισή μας προκαλεί στα άλλα πτηνά πανικό και τρόμο. Μα στ’ αλήθεια, πέστε μου, ποιο πουλί έχει μεγαλύτερα νύχια από μας; Ποιο έχει μεγαλύτερο ράμφος; Μήπως μπορεί να πετάξει κανένα ψηλότερα ή να μας συναγωνιστεί στην ταχύτητα; Ή τάχα έχει κανένα καλύτερη όραση ή μεγαλύτερο άνοιγμα φτερών από εμάς; Και η απάντηση είναι αυτονόητη, αδέρφια μου: κανένα πουλί δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί μας! 
»Είμαστε απαράμιλλοι, ανυπέρβλητοι! 
»Μα τότε, αγαπητοί μου, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο ανεχόμαστε να μοιραζόμαστε τον κόσμο με τα άλλα πουλιά. Το νησί πρέπει να ανήκει στους ισχυρούς, σε εμάς, μόνο σε εμάς. Ας εξολοθρεύουμε, επιτέλους, όλους τους παρείσακτους. Ο κόσμος είναι δικός μας, πρέπει να γίνει δικός μας!».

«Θα ήθελα να πω και γω την άποψή μου για το ζήτημα που έθεσε ο αρχηγός μας», τον διέκοψε ο Σερπετός και προχωρώντας προς το κέντρο, στάθηκε δίπλα στον Πλάνο. «Ο αρχηγός μας δεν έχει άδικο σε όσα ανέφερε ως προς τα γνωρίσματά μας αλλά για όσα ειπώθηκαν στη συνέχεια, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Μήπως πιστεύετε ότι τα άλλα πουλιά θα πέσουν στα νύχια μας αμαχητί, επειδή απλά υπερέχουμε σε δύναμη; Μια τέτοια σκέψη μόνο αστεία μπορεί να χαρακτηριστεί. Για να επιτευχθεί αυτός ο μεγαλεπήβολος στόχος θα πρέπει να ανοίξουμε ταυτόχρονα πολλαπλά μέτωπα αφού μια τέτοια ενέργειά μας θα προκαλέσει γενικό ξεσηκωμό. 
»Θα γίνει σφαγή! 
»Ο κοινός κίνδυνος θα ενώσει όλα τα πουλιά, και αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα βγουν πολλά πούπουλα και η έκβαση του αγώνα θα είναι αβέβαιη, για να μην προδικάσω την ήττα μας. Μη θεωρήσετε, επομένως, ότι θα βγούμε εύκολα νικητές σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, στον οποίο εκτός των άλλων θα εμπλακούν και οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους. Μα και αν τελικά επικρατούσαμε, αναρωτιέμαι τι προκαλεί μεγαλύτερη τέρψη: ένας κόσμος άδειος, στον οποίο δε θα υπήρχε ζωντανό άλλο πιο αδύναμο πουλί που να αναγνωρίζει την ισχύ μας ή ένας κόσμος που θα μας φοβούνται όλα τα άλλα πουλιά; Μα φυσικά το δεύτερο».

«Τι προτείνεις, δηλαδή, να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση;» ρώτησε δύσπιστα ένας από τους αετούς, που άκουγε με προσοχή τα λόγια του Σερπετού.

«Όχι! Δεν μπορούμε να αρκεστούμε σ’ αυτήν. Εγώ οραματίζομαι έναν κόσμο τον οποίο θα κυβερνούμε εμείς και όλοι θα δέχονται την εξουσία μας αδιαμαρτύρητα».

«Μα, πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;» πετάχτηκε απορημένος ένας άλλος αετός.

«Για να το πετύχουμε αυτό, φίλοι μου, δε χρειάζεται να πνίξουμε το νησί στο αίμα αλλά αρχικά να θέσουμε υπό τον έλεγχό μας αυτό που έχουν ανάγκη όλα τα πουλιά και δεν είναι άλλο απ’ το νερό. Πρέπει, δηλαδή, να καταλάβουμε τη λίμνη, όχι διεξάγοντας πόλεμο, αλλά βρίσκοντας μια καλή δικαιολογία για να τα πείσουμε ότι θα επωφεληθούν απ’ την αλλαγή. Ωστόσο, δεν πρέπει να περιοριστούμε στη διαχείριση της λίμνης γιατί δε χρειάζεται μόνο να τους είμαστε απαραίτητοι αλλά πρέπει παράλληλα να τα πάρουμε με το μέρος μας και να τα αποδυναμώσουμε. 
»Και πού βασίζουν τη δύναμή τους πολλά είδη πουλιών; Μα φυσικά, στη συνοχή τους! Είναι ανάγκη, λοιπόν, να καταστρέψουμε κάθε δεσμό μεταξύ των πτηνών που ανήκουν στο ίδιο είδος, κάθε στοιχείο ταυτότητας που σφυρηλατεί την ενότητά τους. Και τα στοιχεία αυτά δεν είναι άλλα από τα φτερά και τη γλώσσα».

«Τι εννοείς;» παρενέβη ο Πλάνος.

«Θα σου πω αρχηγέ μου. Πρέπει να επιστρατεύσουμε όλη τη διπλωματία μας ώστε όλα τα πουλιά να μιλάνε την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα των αετών και μόνο αυτήν. Σίγουρα δεν είναι τόσο όμορφη, όπως, για παράδειγμα, των αηδονιών, αλλά θα υποχρεωθούν να το κάνουν μόλις πειστούν πως και αυτή η πρωτοβουλία μας εξυπηρετεί το κοινό καλό. Επιπλέον, καλούμαστε να τους περάσουμε την πεποίθηση πως είναι συμφέρον τους να κολλήσουν, πάνω απ’ τα φτερά τους, φτερά αετών, τα οποία θα τους προσφέρουμε ως δώρο και αν καταφέρουμε κάτι τέτοιο, το καναρίνι δε θα διαφέρει σε τίποτα από ένα περιστέρι. Θα πετύχουμε, δηλαδή, να διαλύσουμε κάθε διακριτικό στοιχείο των ειδών, να μη δώσουν μεγάλη σημασία στο ζήτημα της λίμνης, ενώ παράλληλα θα είμαστε τα πρότυπα και οι ευεργέτες τους. Ο φόβος που νιώθουν τώρα για μας που, ίσως, είναι σύμφυτος με το αίσθημα του μίσους, θα μετατραπεί σε δέος για το μεγαλείο μας. Έτσι, θα έχουμε μετατρέψει όλα τα πουλιά σε υπηκόους μας που θα επικροτούν κάθε ενέργειά μας! Ο κόσμος, επιτέλους, θα γίνει δικός μας και μάλιστα αναίμακτα! Το μόνο που απομένει τώρα, αρχηγέ μας, αν φυσικά εγκρίνεις το σχέδιο που προτείνω, είναι να βρεις τα κατάλληλα πειστικά επιχειρήματα προκειμένου οι σκέψεις αυτές να αποκτήσουν σάρκα και οστά».

«Αν και με προβληματίζουν αυτά που πρεσβεύεις, θα δεχτώ το σχέδιο σου», υποστήριξε ο Πλάνος, ενώ ο Σερπετός επέστρεφε στη θέση του. «Παρόλο που η αρχική μου σκέψη ήταν να αποκτήσουμε την κυριαρχία του κόσμου με τη δύναμη των νυχιών μας, θέλω να σας διαβεβαιώσω πως θα εξαπατήσω τα άμυαλα πτηνά για να αποδεχτούν την εξουσία μας χωρίς αντιδράσεις. Δεν με νοιάζει, πλέον, αν μας αντιμετωπίζουν με φόβο, με μίσος, με δέος ή ως ευεργέτες. Αυτό, τουλάχιστον, που θέλω είναι να νιώσουν στο πετσί τους ποιος είναι ο δυνατός, ποιος είναι αυτός που αποφασίζει. Μόλις ξημερώσει, λοιπόν, θα πάμε στη λίμνη και θα αναγγείλουμε στα πουλερικά το νέο καθεστώς».

Ύστερα από τα λόγια αυτά του Πλάνου, οι αετοί επέστρεψαν ικανοποιημένοι στις φωλιές τους.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 3 Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Το λάλημα ενός πετεινού τραβούσε τη νυσταγμένη μέρα απ’ τα μαλλιά. Ο ήλιος δεν άργησε να ξεπροβάλλει.

Οι αετοί, υπό την ιαχή του Πλάνου «πάμε, αδέρφια, η παντοκρατορία των αετών έφθασε», ξεχύθηκαν στον ουρανό. Η γη σκιάστηκε, καθώς τα ανοιγμένα φτερά τους της έκρυβαν τον ήλιο. Μέσα σε λίγη ώρα έφτασαν στην περιοχή γύρω απ’ τη λίμνη κάνοντας το έδαφος να σειστεί καθώς τα αγκίστρια των χοντρών ποδιών τους γαντζώνονταν αλύπητα στο δέρμα του. Κάποια πουλιά κρύφτηκαν μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία τους ενώ κάποια άλλα, πιο τολμηρά, πλησίασαν προσεχτικά από περιέργεια. Τότε ακούστηκε η φωνή του Πλάνου.

«Εγώ, ο Πλάνος, ο αρχηγός των αετών, θέλω να σας ανακοινώσω τις αποφάσεις μου».

Μερικές μάινες που βρίσκονταν εκεί μετάφρασαν τα λόγια του στις διάφορες γλώσσες των πουλιών που σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται για να τον ακούσουν. Μόνο τα πουλιά του ανατολικού τμήματος του νησιού αδιαφόρησαν και δεν προσήλθαν. Το ίδιο έπραξαν και τα κοράκια, καθώς η απεγνωσμένη αναζήτηση τροφής δεν τα επέτρεπε να χάνουν το χρόνο τους σε τέτοιου είδους συνάξεις.

«Όπως γνωρίζετε» συνέχισε ο Πλάνος, με τη βοήθεια των μαϊνών, «εμείς οι αετοί είμαστε άδολοι υπηρέτες του δικαίου που προασπίζουμε το συμφέρον όλων των πουλιών. Αυτό θα πράξουμε και τώρα καθώς θεωρούμε ότι δεν είναι σωστό να απολαμβάνουν εξ ίσου όλα τα πουλιά το νερό της λίμνης για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν όλα τις ίδιες ανάγκες για νερό. Επειδή, λοιπόν, κάποια αδικούνται με την υπάρχουσα κατάσταση, αποφάσισα κάθε είδος να έρχεται στη λίμνη σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή».

Ψίθυροι ακούστηκαν από το ακροατήριο αλλά ο Πλάνος χωρίς να δώσει σημασία εξακολούθησε να γνωστοποιεί τις αποφάσεις που ελήφθησαν από τους αετούς την προηγούμενη μέρα.

«Κάποια πλάσματα του ζωικού βασιλείου που εκ φύσεως είναι κατώτερα από εμάς καθώς δεν έχουν φτερά, έχουν χωρίσει τη μέρα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Αν δεχτούμε το χωρισμό αυτό, ορίζουμε ότι τα πουλιά του δάσους με τη λίμνη θα την επισκέπτονται τις δέκα πρώτες ώρες της μέρας, τα γλαυκόμορφα τις επόμενες δέκα ενώ για τα υπόλοιπα, τέσσερις ώρες πιστεύουμε ότι είναι υπεραρκετές. Εμείς οι αετοί, προκειμένου να ελέγχουμε αν εφαρμόζονται οι κανονισμοί, θα ερχόμαστε όποτε το επιθυμούμε».

Τα μουρμουρητά έγιναν πιο έντονα αλλά ο Πλάνος υψώνοντας τον τόνο της φωνής του είπε: «Με τα μέτρα αυτά, τα οποία θα ισχύσουν από αύριο, απονέμουμε δικαιοσύνη, εξαλείφουμε τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε, ενώ παράλληλα προστατεύουμε τη λίμνη, αφού θα τεθεί υπό την επιτήρησή μας. Αν κάποιο, δηλαδή, πουλί βρομίζει το νερό ή δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα θα του επιβάλλονται από εμάς βαριές κυρώσεις. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως πετώντας σε μεγάλο ύψος πάνω από τη λίμνη, διαπιστώσαμε ότι η στάθμη της τον τελευταίο καιρό έχει κατέβει επικίνδυνα. Αν δεν προβαίναμε στην παραπάνω ενέργεια, θα στέρευε από την υπερβολική κατανάλωση νερού και θα πεθαίναμε όλοι απ’ τη δίψα.

»Καταλαβαίνετε, επομένως, πόσο πολύ νοιαζόμαστε για το καλό όλων σας αν και η ευεργεσία μας δε σταματάει εδώ. Προκειμένου να διευκολυνόμαστε στην επικοινωνία μας και να μην έχουμε ανάγκη τις μάινες, τις μεταφράστριες, προτείνω όλα τα πουλιά να μάθουν τη γλώσσα των αετών που είναι σχετικά απλή. Δεν έχει νόημα κάθε πουλί να μιλάει διαφορετική γλώσσα, δεν εξυπηρετεί κανέναν. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, έχω μεριμνήσει και για την εξωτερική σας εμφάνιση. Αναμφίβολα έχετε πανέμορφα φτερά, όμως, όσο ωραία κι αν είναι, δεν έχουν τη χάρη των δικών μας που είναι μεγαλύτερα και ανθεκτικότερα, ενώ το καφέ γυαλιστερό τους χρώμα προσδίδει αίγλη, σαγηνεύοντας και το πιο απαιτητικό πτηνό. Αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να πετάμε τόσο ψηλά. Και, όμως, εμείς δε θα κρατήσουμε για τον εαυτό μας το θεϊκό αυτό δώρο γιατί κρίνουμε σωστό να το απολαμβάνουν όλα τα πουλιά. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε φέρει μαζί μας μερικές φωλιές μας γεμάτες με φτερά. Όποιο πουλί το επιθυμεί, μπορεί να έρθει να πάρει και να τα κολλήσει με λίγο ρετσίνι πάνω απ’ τα δικά του. Και για όλα αυτά δε ζητάμε να μας ευχαριστήσετε. Είναι καθήκον μας να προστατεύουμε τον κόσμο μας!».

Μόλις ολοκλήρωσε την αγόρευσή του, οι αετοί τίναξαν τα φτερά τους και αφού έκαναν έναν κύκλο γύρω απ’ τη λίμνη, όδευσαν προς το βουνό.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 4 Ο ΓΥΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Τα πουλιά, με ανοιχτό το ράμφος, τούς κοιτούσαν καθώς έφευγαν. Κάποια αδυνατούσαν να κατανοήσουν τι ακριβώς είχαν εξαγγείλει οι αετοί, πολλά αισθάνθηκαν ικανοποίηση και χαρά για την απροσδόκητη ευσπλαχνία τους, άλλα αδιαφόρησαν, μερικά αντιμετώπισαν την κίνησή τους με καχυποψία, ενώ ελάχιστα που είχαν αντιληφθεί πως οι μέρες που θα έρχονταν θα ήταν δύσκολες και πως η ελευθερία τους ναρκοθετούνταν, με πικρία και οργή.

Είχαν σχηματιστεί αναρίθμητα πηγαδάκια που είχαν όλα το ίδιο αντικείμενο συζήτησης. Ένα κράμα ψιθύρων απλώθηκε στην περιοχή. Ξαφνικά, ένας γύπας, ο Άβουλος, πέταξε ψηλά στον αέρα μαγνητίζοντας τα βλέμματα των πουλιών και με μια απότομη βουτιά προσγειώθηκε δίπλα απ’ τις φωλιές που έκρυβαν στην κοίτη τους το πολύτιμο δώρο των αετών.

«Τι περιμένετε;» φώναξε εκνευρισμένος, ενώ τα πουλιά που είχαν ήδη σταματήσει να συζητούν μεταξύ τους, τον άκουγαν προσεχτικά με την αρωγή των μαϊνών. «Δε βλέπετε πόσο φροντίζουν τα μεγάλα πουλιά του βουνού όλο τον τόπο, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να αδιαφορούν και να κοιτάζουν το συμφέρον τους; Το ξέρατε εσείς ότι η λίμνη κινδύνευε να στερέψει; Φυσικά όχι, γιατί δεν μπορείτε να πετάξετε τόσο ψηλά όσο εκείνοι με αποτέλεσμα να έχουμε όλοι μας την εντύπωση ότι θα υπάρχει νερό για πάντα. Αιθεροβατούμε! Ευτυχώς που μας άνοιξαν τα μάτια και διέλυσαν κάθε ψευδαίσθηση που τυχόν τρέφαμε. Όμως δεν επισήμαναν μόνο το πρόβλημα αλλά βρήκαν και τρόπο για την ίαση του, ενώ επιπρόσθετα επιβαρύνθηκαν με τον έλεγχο εφαρμογής των κανονισμών. Και όλα αυτά για το καλό μας! Πόσο φιλεύσπλαχνοι και ανυστερόβουλοι είναι! Όσο δε για την κοινή γλώσσα, τι έχετε να πείτε; Μόνο το κοφτερό μυαλό τους θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μάλιστα, θα αναλάβουμε εμείς οι γύπες να σας διδάξουμε τη γλώσσα των αετών, αφού, όπως αντιλαμβάνεστε, μιλάμε την ίδια γλώσσα με αυτούς. Μα οι μεγαλόκαρδοι αετοί δεν περιορίστηκαν στα παραπάνω αλλά μας προσφέρανε απλόχερα και τα μεγαλοπρεπή φτερά τους. Ελάτε, επιτέλους, να τα πάρετε. Μας έκαναν την τιμή να μοιάσουμε με την εξοχότητά τους και εσείς κάθεστε και το σκέφτεστε ακόμα;».

«Σταθείτε», ξεφώνισε ο Νοήμων, ο γλωσσομαθής παπαγάλος, που πέταξε και κάθισε πάνω σε μια απ’ τις φωλιές των αετών. «Σταθείτε, μην τον ακούτε. Και συ, Άβουλε, σταμάτα να τους φουσκώνεις τα μυαλά. Σαν τα σκυλάκια που τρέχουν πίσω από τους ανθρώπους, έτσι και σεις, οι γύπες, τρέχετε πίσω από τους αετούς. Έχετε ξεχάσει πως το βουνό των αετών κάποτε σας άνηκε, έχετε ξεχάσει πόσο αίμα χύθηκε όταν οι αετοί θέλησαν να το σφετεριστούν. Ναι, γνωρίζω πως ανήκετε στην ίδια οικογένεια πτηνών, όμως εκείνοι το γνώριζαν όταν ξεπουπούλιαζαν τους παππούδες σας; Γύπες, αν και είστε απ’ τα πιο δυνατά πουλιά του δάσους μας, εισπράττετε τώρα τον οίκτο μου. Σερνόμενοι σαν τα σκουλήκια στο χώμα, είστε πραγματικά αξιοθρήνητοι. Παρουσιάζετε όσα μας ανακοίνωσαν ως αγαθοεργίες γιατί στις φλέβες σας ρέει το ίδιο αίμα με εκείνους. Ίσως προσδοκάτε να σας ανταμείψουν για τις υπηρεσίες σας ή καλύτερα για τη δουλοπρέπειά σας.

»Κι εσείς, πουλιά, μην ακούτε τον άθλιο αυτό γύπα και μην πιστεύετε στην ανιδιοτέλεια των αετών. Μην εθελοτυφλείτε! Ανοίξτε τα μάτια και δέστε πως στο όνομα της δικαιοσύνης καταπατείται κάθε ίχνος δικαίου. Η ελευθερία μας διακυβεύεται! Στο εξής δε θα μπορούμε να πίνουμε όποτε θέλουμε νερό απ’ τη λίμνη αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ώρες ενώ οι αετοί θα προσέρχονται όποτε το επιθυμούν. Και ίσως αυτό είναι μόνο η αρχή. Είναι αδίστακτοι και άπληστοι! Ποιος μας εγγυάται ότι θα αρκεστούν σ’ αυτό; Και για τι είδους έλεγχο μιλάνε; Σίγουρα κρύβουν κάτι πολύ βρόμικο στο σάπιο μυαλό τους.

»Όσο αφορά δε τα επιχειρήματα με τα οποία στήριξαν την πρότασή τους για την ύπαρξη κοινής γλώσσας, είναι αφοπλιστικά. Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα βοηθούσε πολύ στην επικοινωνία με τα άλλα είδη πουλιών, ίσως και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ μας, όμως, με φοβίζει το γεγονός ότι επιλέχθηκε η γλώσσα των αετών για το σκοπό αυτό και προβληματίζομαι για το μέλλον της γλώσσας που κάθε πουλί μιλάει. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χαθεί. Προσωπικά, αν και όπως ξέρετε, γνωρίζω όλες τις γλώσσες των πτηνών, αρνούμαι να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα τους και σας καλώ να κάνετε το ίδιο. Τέλος θεωρώ ανάξιο λόγου το δώρο που μας έκαναν. Είναι γελοίο και σκοτεινό! Ανησυχώ πάρα πολύ».

«Μην τον ακούτε», πετάχτηκε ο Άβουλος που με δυσκολία συγκρατούσε τα νεύρα του. «Δεν ξέρει τι λέει ο ανόητος. Πλησιάστε και πάρτε τα ονειρώδη φτερά τους. Πηγαίνω, μάλιστα, να φέρω ρετσίνι από κορμούς πεύκων για να τα φορέσουμε».

Ολοκληρώνοντας τη φράση του αυτή, ο γύπας αστραπιαία υψώθηκε στον ουρανό για να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που μόλις είχε δώσει.

Οι συζητήσεις μεταξύ των πουλιών φούντωσαν και πάλι. Μια κότα ξεχώρισε απ’ το πλήθος και πλησιάζοντας τις φωλιές των αετών, πήρε μερικά φτερά.

«Τι κάνεις εκεί;» κραύγασε με απόγνωση ο Νοήμων. «Δεν κατάλαβες τίποτα απ’ όσα είπα; Δε διαισθάνεσαι τον κίνδυνο; Η πιο αθώα σκέψη που μπορεί κανείς να κάνει είναι ότι με το δώρο τους αυτό επιχειρούν να μας ρίξουν στάχτη στα μάτια ή να εξαγοράσουν την ανοχή μας. Θα πουληθείς τόσο φτηνά;»

«Σ’ ακούω που μιλάς τόση ώρα, παπαγάλε», απάντησε με θράσος η κότα «και το μόνο που κατάλαβα είναι ότι έχεις εμπάθεια με τους αετούς που σε τυφλώνει και προσπαθείς να παρασύρεις κι εμάς. Εγώ θέλω να τους μοιάσω, θέλω να έχω όμορφα και δυνατά φτερά. Γι’ αυτό τίποτα δε θα μ’ εμποδίσει απ’ το να υλοποιήσω το όνειρό μου».

Τότε η κότα παραμέρισε με το σώμα της τον παπαγάλο, πήρε δυο φτερά και απομακρύνθηκε σηκώνοντας το κεφάλι επιδεικτικά. Στη συνέχεια ένας κύκνος προχώρησε προς τις φωλιές.

«Και συ!» ψέλλισε με σπασμένη φωνή ο Νοήμων. «Μα εσύ έχεις ωραία, κάτασπρα φτερά. Όλα τα πουλιά θα ήθελαν να έχουν φτερά σαν τα δικά σου».

«Ναι, αλλά δεν είναι φτερά αετού τα δικά μου!», επισήμανε ο κύκνος και πήρε και εκείνος μερικά.

«Εσύ τι τα θες τα φτερά;» ρώτησε απογοητευμένος ο παπαγάλος έναν πελαργό που κατευθύνονταν και αυτός προς τις φωλιές. «Έχεις εξίσου δυνατά φτερά με εκείνους και πετάς το ίδιο καλά» τον κολάκευσε προσπαθώντας να τον αποτρέψει να διαπράξει το λάθος.

Μα η απάντηση που πήρε ήταν η ίδια: «Ναι, αλλά δεν είναι φτερά αετού τα δικά μου».

Ο παπαγάλος με αργά βήματα και σκυφτό το κεφάλι απομακρύνθηκε για να μη βλέπει το ξεπεσμό τους.

Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο γύπας κουβαλώντας σ’ ένα κέλυφος χελώνας το ρετσίνι και η κότα, ο κύκνος και ο πελαργός αμέσως έτρεξαν προς το μέρος του για να πάρουν το πολύτιμο υγρό. Αφού άλειψαν με ρετσίνι το σώμα τους, κόλλησαν με υπερηφάνεια τα φτερά των αετών και προχώρησαν γεμάτοι καμάρι προς το μέρος των υπολοίπων. Το ίδιο έπραξε και ο Άβουλος. Τότε και άλλα πουλιά, παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις που τυχόν είχαν, πλησίασαν τις φωλιές και πήραν φτερά, τα οποία κόλλησαν αμέσως επάνω τους. Στη συνέχεια περικυκλώνοντας το γύπα, τον εκλιπαρούσαν να τους μάθει τη γλώσσα των αετών. Μέσα στον πανικό και στην οχλαγωγία που είχε προκληθεί προκειμένου να αποσπάσουν από το γύπα την ποθητή απάντηση, ένα σπουργίτι πέταξε και κάθισε πάνω σ’ ένα δέντρο, ώστε να μπορούν να το διακρίνουν τα υπόλοιπα πουλιά.

«Εμείς, τα σπουργίτια», είπε, «εκφράζουμε τη λύπη και τον αποτροπιασμό μας για την κατάντια σας. Δεν θα αυτοκτονήσουμε μαζί σας, γιατί είναι αυτοκτονία αυτό που επιχειρείτε να κάνετε. Μπορεί να έχουμε γκρίζα και αδύναμα φτερά, μπορεί να μην κελαηδάμε σαν τα καναρίνια αλλά είμαστε υπερήφανα και για το χρώμα των φτερών μας αλλά και για τη γλώσσα μας. Δεν διαπραγματευόμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο γιατί μ’ αυτά μας έχουν προικίσει οι πατεράδες μας και είμαστε υποχρεωμένοι να τα διαφυλάξουμε».

Ταυτόχρονα ένα κοτσύφι κάθισε από δίπλα του λέγοντας: «Έχοντας στο συγκεκριμένο ζήτημα τις ίδιες αντιλήψεις με τα σπουργίτια, θα αποχωρήσουμε προς ένδειξη διαμαρτυρίας και σας καλούμε να ακολουθήσετε το παράδειγμά μας».

Πράγματι, χωρίς να έχουν διάθεση να διαπραγματευτούν την απόφαση που είχαν πάρει, τα κοτσύφια και τα σπουργίτια πέταξαν προς τα πετρώδη εδάφη. Προκλήθηκε αναστάτωση. Ο γύπας προσπάθησε να καθησυχάσει τα υπόλοιπα πουλιά: «Μη δίνετε σημασία. Όταν όλοι θα είμαστε όμορφοι με τα νέα μας φτερά, αυτοί θα παραμείνουν απεχθείς. Είναι ξεροκέφαλοι, γι’ αυτό και θα έρθει γρήγορα η στιγμή που θα μείνουν στο περιθώριο».

«Κάντε κι εσείς το ίδιο», ζήτησε ο παπαγάλος που αναθάρρησε με τη στάση των σπουργιτιών και των κοτσύφων, μα μόνο οι σπίνοι και τα αηδόνια πέταξαν μακριά, ακούγοντας την προτροπή του. Όλα τα άλλα αφημένα στη γοητεία των καινούριων τους φτερών συζητούσαν με το γύπα τις τελευταίες λεπτομέρειες για τον τρόπο εκμάθησης της κοινής γλώσσας.

Ο παπαγάλος κοιτούσε με αηδία την κατάντια τους αλλά δεν άντεξε για πολύ. Άνοιξε τα πανιά του και σάλπαρε αποκαμωμένος για τη φωλιά του χωρίς να γυρίσει το κεφάλι πίσω ούτε για μια στιγμή. Όμως, δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 5 Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ

Σε λίγη ώρα η περιοχή γύρω απ’ τη λίμνη είχε ερημώσει. Τίποτα δε θύμιζε όσα είχαν προηγηθεί εκτός από τις άδειες φωλιές των αετών που είχαν απομείνει, απτή απόδειξη της επιτυχίας του σχεδίου τους. Τα πουλιά είχαν πια επιστρέψει στα μέρη τους ενώ ο γύπας πετούσε προς το βουνό των αετών για να τους γνωστοποιήσει τις τελευταίες εξελίξεις.

«Πλάνε, αρχηγέ των αετών», αναφώνησε μόλις τον αντίκρισε, «έχω ευχάριστα νέα. Ελάχιστα πουλιά εκδήλωσαν παράπονο για τα μέτρα που εξήγγειλες για τη σωτηρία της λίμνης και σχεδόν όλα δέχτηκαν με χαρά το δώρο που τους προσέφερες. Σ’ ευχαριστούμε ολόψυχα, μεγαλόκαρδε άρχοντα των ουρανών».

«Πιστέ μου, Άβουλε, πάντα ήσουν πολύτιμος συνεργάτης μας. Βλέπω, μάλιστα, πως ήδη έχεις φορέσει τα φτερά μας. Αλλά, αν κρίνω σωστά με βάση όσα προανέφερες, υπήρξαν κάποια που αμφισβήτησαν τις καλές προθέσεις μας. Είναι αλήθεια;»

«Ναι, Πλάνε, αυτός ο πανούργος ο παπαγάλος προσπάθησε να τα ξεσηκώσει εναντίον σου, ισχυριζόμενος τάχα ότι κάτι σκοτεινό κρύβεται πίσω απ’ την ευεργεσία σου. Ουσιαστικά παρουσίασε τα δώρα σου και την πρωτοβουλία που πήρες για το καλό όλων ως δούρειο ίππο με τη βοήθεια του οποίου θα στερήσεις από τα πουλιά την ελευθερία τους. Πόσο προκατειλημμένος είναι μαζί σας! Ευτυχώς που ήμουν εγώ εκεί ώστε να μην τα παραπλανήσει. Μόνο τα σπουργίτια και τα κοτσύφια επηρεάστηκαν και στη συνέχεια αποχώρησαν τα αηδόνια και οι σπίνοι. Όλα τα άλλα κόλλησαν με χαρά τα φτερά σας πάνω στο σώμα τους και εκδήλωσαν μεγάλη προθυμία στο να μάθουν τη γλώσσα σας, την οποία υποσχέθηκα πως θα τους τη διδάξω ο ίδιος. Σε λίγες μέρες όλοι θα την μιλάνε άπταιστα. Τέλος, όπως θα παρατήρησες και συ, οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους καθώς και τα κοράκια απουσίαζαν απ’ τη συνέλευση, όποτε δεν μπορώ να γνωρίζω τη στάση τους ως προς το φλέγον θέμα».

«Σ’ ευχαριστώ για τις υπηρεσίες που μας προσέφερες και εξακολουθείς να μας προσφέρεις, Άβουλε. Δεν σε χρειάζομαι τώρα άλλο. Μπορείς να φύγεις».

Ικανοποιημένος ο γύπας που οι αετοί αναγνώρισαν την προσφορά του, πέταξε προς το δάσος.

«Σερπετέ», φώναξε ο Πλάνος. «Άκουσες όσα μας καταμαρτύρησε ο γύπας. Ποια είναι η γνώμη σου για όλα αυτά;»

«Πλάνε, για άλλη μια φορά πρέπει να κινηθούμε έξυπνα και να μην παρασυρθούμε απ’ τον ακατάσβεστο πόθο μας για ολοκληρωτική κυριαρχία. Τον παπαγάλο ή τους παπαγάλους γενικότερα, που είναι αναμφίβολα απ’ τα πιο δυνατά πουλιά του δάσους με τη λίμνη δε θα πρέπει να τους πειράξουμε στην παρούσα φάση. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, ο λόγος θα είναι προφανής, επειδή δηλαδή εναντιώθηκε στο θέλημά μας και τότε ίσως εξεγερθούν όλα τα πτηνά, πράγμα που δεν το ευχόμαστε. Στο μέλλον, όταν τα θεμέλια της παντοκρατορίας μας θα είναι ακλόνητα, θα είναι εύκολο να τους αφανίσουμε, οπότε ας μη βιαζόμαστε. Απ’ την άλλη, επειδή τα κοτσύφια και τα σπουργίτια είναι αδύναμα πουλιά και δε μας ενοχλούν, δε θα κερδίσουμε τίποτα ξεπαστρεύοντας τα. Άλλωστε, ήταν αναμενόμενο ένα ποσοστό αποτυχίας του σχεδίου μας. Αυτό που πρέπει τώρα να μας απασχολεί είναι η εφαρμογή των μέτρων διαχείρισης της λίμνης, που εξαγγείλαμε.

»Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την απειθαρχία των σπίνων και των αηδονιών. Δεν είναι παρόμοια περίπτωση με αυτή των σπουργιτιών και των κοτσύφων, γιατί, καθώς ζουν στο δάσος με τη λίμνη, η στάση τους ίσως παρακινήσει και άλλα πτηνά του δάσους. Άλλωστε, μαζί με τους παπαγάλους, με μια ενδεχόμενη ένωσή τους, θα αποτελέσουν υπολογίσιμο πολέμιο των πλάνων μας. Γι’ αυτό προτείνω να τα πάρουμε με το μέρος μας εξαγοράζοντας την υποταγή τους και ταυτόχρονα να σπείρουμε τη διχόνοια ανάμεσά τους. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να ενεργήσουμε παρόμοια ούτε με τα σπουργίτια και τα κοτσύφια που ξέρουμε πόσο αδιάλλακτα είναι, ούτε και με τους παπαγάλους, που είναι εκ φύσεως ισχυρά πουλιά».

«Μάλλον έχεις δίκιο, Σερπετέ», αποκρίθηκε ο Πλάνος, διατηρώντας, όμως, μια μικρή αμφιβολία για το αν θα έπρεπε να μείνουν ατιμώρητα τα σπουργίτια και τα κοτσύφια, μα δεν την εξέφρασε. «Θα πάω αμέσως στο δάσος να εξαγοράσω τους δύο στασιαστές και μάλιστα θα ενεργήσω μόνος, ώστε να μην αντιληφθεί κανείς τι σχεδιάζω. Μόνο μια μάινα θα πάρω μαζί μου για να μπορώ να συνεννοηθώ», δήλωσε και απομακρύνθηκε σκεφτικός.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 6 Τ’ ΑΗΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΙΝΟΙ

Ο ήλιος φλεγόταν ψηλά στον ουρανό την ώρα που ο Πλάνος διέσχιζε το βαθύ μπλε μεταβαίνοντας στον προορισμό του. Πρώτα πήγε στην περιοχή που φώλιαζαν τ’ αηδόνια.

«Αηδόνια», είπε μόλις τα αντίκρισε καθισμένα στα κλαδιά, «βρίσκομαι ανάμεσα σας για να αποδείξω έμπρακτα για άλλη μια φορά πόσο εμείς οι αετοί νοιαζόμαστε για όλα τα πτηνά και κυρίως γι’ αυτά που κινδυνεύουν. Μάλιστα, κινδυνεύετε, αγαπητά αηδόνια. Αδιαμφισβήτητα κελαηδάτε ομορφότερα από όλα τα πουλιά. Προφανώς, γι’ αυτό δε θέλετε να χρησιμοποιείτε τη γλώσσα μας και αποχωρήσατε απορρίπτοντας τις προτάσεις μας. Ίσως και εγώ στη θέση σας να σκεφτόμουν με παρόμοιο τρόπο. Όμως, αυτό το θείο δώρο που αναβλύζει απ’ το ράμφος σας ίσως αποδειχτεί θανάσιμη παγίδα καθώς τ’ άλλα πουλιά σας ζηλεύουν παράφορα και κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί σε ποιο σημείο θα φθάσει ο φθόνος τους. Έχουμε βάσιμες υποψίες πως οι σπίνοι σχεδιάζουν να σας αφανίσουν για να μείνουν τα μόνα πουλιά στο νησί με ωραία φωνή. Γι’ αυτό πρέπει να οπλιστείτε στην περίπτωση που σας επιτεθούν και θα σας βοηθήσουμε εμείς σ’ αυτό. Ως τη νύχτα οι αετοί μου θα έχουν βγάλει με τα ατσαλένια νύχια και το δυνατό ράμφος τους μικρά κοφτερά κομμάτια βράχων απ’ το βουνό μας και θα σας τα φέρουμε ώστε να αποκρούσετε τους εχθρούς σας, αν ποτέ εφαρμόσουν ό,τι σχεδιάζουν».

«Πλάνε», απάντησε ο Άμοιρος, ο ηγέτης των αηδονιών, «σ’ ευχαριστούμε ολόψυχα που μας άνοιξες τα μάτια. Δε γνωρίζαμε πως η φωνή μας θα μας έβαζε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο ούτε είχαμε ποτέ διανοηθεί τι σκόπευαν να κάνουν οι σπίνοι. Οι σιχαμεροί, κι εμείς τους θεωρούσαμε φίλους! Φέρε μας το συντομότερο τα πολεμοφόδια που μας υποσχέθηκες κι εμείς θα μάθουμε τη γλώσσα σας και γενικότερα θα κάνουμε ό,τι επιθυμείς».

«Το ήξερα πως είστε έξυπνα πουλιά», σχολίασε ο Πλάνος και πέταξε με τη μάινα προς το δεύτερο προορισμό του, τους σπίνους.

«Σπίνοι», έκραξε όταν τους συνάντησε, «τα αηδόνια μόλις μου ζήτησαν να τους παραδώσω κοφτερά κομμάτια βράχων που μόνο εμείς, οι αετοί, με τα φυσικά προσόντα που διαθέτουμε, μπορούμε να αποσπάσουμε απ’ το βουνό μας. Τι άραγε να τα θέλουν; Φοβάμαι πολύ για σας!».

«Φοβάσαι για εμάς;», αναρωτήθηκε ο Τάλας, ο βασιλιάς των σπίνων. «Γιατί το λες αυτό;»

«Άκουσα να λένε πως δε θέλουν να υπάρχει στην πλάση άλλο πουλί που να μπορεί να τους συναγωνιστεί στην ευφωνία. Και ποιο άλλο μπορεί να συγκριθεί μαζί τους από εσάς; Συνειδητοποιείτε, λοιπόν, τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεστε; Αλλά μην ανησυχείτε, γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Θα φέρω και σε σας πολεμικό υλικό, καλύτερο μάλιστα απ’ αυτό των αηδονιών, για να τα κατατροπώσετε σε μια ενδεχόμενη επίθεσή τους».

«Δεν είχαμε καταλάβει πόσο πολύ νοιάζεσαι για μας. Κι εμείς οι κουτοί θεωρήσαμε ότι όσα είπες το πρωί στη λίμνη ήταν σε βάρος μας. Παρασυρθήκαμε απ’ τον παπαγάλο. Πόσο ανόητοι είμαστε! Σου ζητάμε ταπεινά συγγνώμη και σου δίνουμε το λόγο μας ότι δε θα ξαναεναντιωθούμε στο θέλημά σου. Στο εξής θα φορέσουμε κι εμείς τα φτερά σας και θα μιλάμε τη γλώσσα σας».

«Το ξέρω ότι χειραγωγηθήκατε απ’ αυτόν το λαοπλάνο τον παπαγάλο μα δε σας κρατάω κακία. Αντιθέτως έχω υποχρέωση να σας βάλω στον ίσιο δρόμο, όπως θα έκανε κάθε καλός πατέρας για τα παραστρατημένα παιδιά του. Το βράδυ θα σας φέρω τον εξοπλισμό που σας υποσχέθηκα», σημείωσε και αναχώρησε για το βορρά.

«Ξεκινήστε να σκάβετε», διέταξε τους αετούς του μόλις επέστρεψε. «Γδάρτε το έδαφος μέχρι να ματώσει. Όταν νυχτώσει, δέκα από εσάς θα πάνε στους σπίνους κρατώντας στα νύχια κομμάτια βράχου και άλλοι δέκα στα αηδόνια. Οι νέοι μας φίλοι θα σας περιμένουν ξάγρυπνοι. Έχω συνεννοηθεί μαζί τους. Αδέρφια μου, δουλέψτε και δε θα αργήσει η ώρα της κοσμοκρατορίας μας», είπε αλαζονικά και κάθισε ψηλά σ’ ένα βράχο για να τους επιβλέπει.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 7 ΜΙΑ ΦΙΛΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Η μέρα παραχωρούσε τη θέση της στη νύχτα. Τα μάτια των είκοσι αετών που ξενυχτούσαν εκείνο το βράδυ, γυάλιζαν στο σκοτάδι. Αρωγός τους η όμορφη βραδιά που ξενυχτούσε μαζί τους κοιτώντας τους με μάτια τ’ άστρα. Τα φτερά τους χτυπούσαν με λύσσα τον αέρα και στα νύχια συγκρατούσαν τα λουκέτα της ελευθερίας των δύο ωδικών πτηνών. Λίγο πριν φτάσουν στο δάσος με τη λίμνη, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες για να πάει η καθεμιά στον προορισμό της, σύμφωνα με τις εντολές του Πλάνου.

Μα ο παπαγάλος που λαγοκοιμόταν τους αντιλήφθηκε καθώς πετούσαν πάνω απ’ το δάσος. Τρομοκρατημένος απ’ την ύποπτη νυχτερινή τους επίσκεψη στα μέρη τους και ανήσυχος καθώς διέκρινε πως κάτι κουβαλούσαν, αποφάσισε να παρακολουθήσει προσεχτικά τη μια ομάδα, χωρίς να αισθανθούν την παρουσία του.

Με έκπληξη τους είδε να πηγαίνουν στα αηδόνια, να αφήνουν τα βράχια και προτού αποχωρήσουν να λένε: «Σας παραδίδουμε τα βράχια που σας υποσχέθηκε ο αρχηγός μας. Σας ευχόμαστε καλή επιτυχία στην περίπτωση που οι σπίνοι σας επιτεθούν και να θυμάστε πως οι αετοί είναι μαζί σας».

Ο Νοήμων προσπαθούσε να ταιριάξει τα σκόρπια κομμάτια του παζλ για να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτό που έβλεπε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Τα αηδόνια είχαν συμμαχήσει με τους αετούς! Οι σπίνοι θα επιτίθονταν στα αηδόνια! Μα γιατί; Οι σπίνοι είναι φιλήσυχα πουλιά, σκεφτόταν αρχικά αλλά δεν άργησε να υποθέσει τι σχεδίαζαν οι αετοί. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε καθώς συνειδητοποιούσε τι είχε συμβεί. Πέταξε αμέσως προς τους σπίνους για να επιβεβαιώσει αυτό που υποψιάζονταν. Οι σπίνοι αποτελούσαν το τελευταίο κομμάτι του παζλ.

Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά ενός δέντρου, τους αντίκρισε να τακτοποιούν κομμάτια βράχου. Το σχέδιο των αετών ξεδιπλώθηκε στα μάτια του: πήραν με το μέρος τους και αυτά τα πουλιά, ενώ παράλληλα κατάφεραν να στρέψουν το ένα εναντίον του άλλου. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί. Έπρεπε κάτι να κάνει και μάλιστα έπρεπε να δράσει άμεσα. Μα πού να πάει, σε ποιον να απευθυνθεί; Αισθανόταν απελπιστικά μόνος. Οι αετοί είχαν σκεπάσει με τα φτερά τους τον κόσμο και όλα τα πουλιά τους λάτρευαν ως ευεργέτες τους. Όλα; Όχι! Τα κοτσύφια και τα σπουργίτια είχαν κάνει την επανάστασή τους απέναντι στον ολοκληρωτισμό των αετών, μα δεν μπορούσε να στηριχτεί πάνω τους επειδή ήταν αδύναμα πουλιά. Δε θα πετύχαινε τίποτα. Ούτε και τα κακομοιριασμένα κοράκια μπορούσαν να βοηθήσουν. Η μόνη ελπίδα ήταν τα γλαυκόμορφα. Μια υποτιθέμενη συμμαχία μαζί τους θα τσάκιζε την υπεροψία των αετών και θα τους έκανε να αναθεωρήσουν τα πλάνα τους. Αποφάσισε, επομένως, να πάει να τα συναντήσει εκείνη τη στιγμή γιατί γνώριζε καλά πως δεν κοιμόντουσαν ποτέ τα βράδια. Άλλωστε ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχος του.

Μόλις έφτασε στην ανατολική πλευρά του νησιού, ζήτησε συγγνώμη που τους επισκέφτηκε μέσα στη νύχτα και χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να εξιστορεί όσα είχαν λάβει χώρα τη σημερινή μέρα: «Γλαυκόμορφα, κάτι τραγικό με έφερε στην πατρίδα σας αυτή την ώρα. Οι αετοί εξαπατώντας τα πτηνά του νησιού ανέλαβαν τη διοίκηση της λίμνης με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να την επισκεπτόμαστε πλέον όποτε θέλουμε αλλά μόνο τις ώρες που όρισαν αυτοί. Επιπλέον, ισοπέδωσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ειδών, τη γλώσσα και τα φτερά, επινοώντας τη κοινή γλώσσα και προβάλλοντας την αξία των φτερών τους, ενώ όποιοι αντιτάχθηκαν στις επιθυμίες τους, με δόλιο τρόπο τους έφεραν αντιμέτωπους κερδίζοντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη τους. Συνειδητοποιείτε τη νέα τάξη πραγμάτων; Μπορούν και διαφεντεύουν όλο τον κόσμο και κανείς δεν εκρήγνυται γιατί δεν το αντιλαμβάνεται. Αντιθέτως, όλοι πιστεύουν ότι ωφελούνται απ’ τη νέα κατάσταση και πως οι δυνάστες τους υπηρετούν το συμφέρον τους. Πόσο καλά τα έχουν σχεδιάσει! Μα δεν πρέπει να τους αφήσουμε έτσι, πρέπει να εναντιωθούμε στις σκοτεινές επιδιώξεις τους. Αν ενωθούμε, θα πάρουμε με το μέρος μας και άλλα πουλιά που ίσως διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για τις καλές προθέσεις των αετών και έχουν ενδώσει παρασυρμένα απ’ τα υπόλοιπα. Τότε θα αποτελέσουμε υπολογίσιμη δύναμη και δε θα τους επιτρέψουμε να δρουν ανεξέλεγκτα. Το μέλλον μας βρίσκεται στα χέρια μας, οι ίδιοι το χτίζουμε. Ας μην το αφήσουμε ανυπεράσπιστο στα νύχια τους».

«Παπαγάλε, όσα λες είναι όντως πολύ ανησυχητικά. Δεν γνωρίζαμε τις ενέργειες αυτές των αετών αφού οι επαφές μας με τον κόσμο πέρα των ορίων του δάσους μας είναι περιορισμένες. Σ’ ευχαριστούμε που μας ενημέρωσες, όμως, δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, όσο κι αν το θέλουμε. Σε θεωρούμε πουλί το οποίο μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, γι’ αυτό θα σου μιλήσουμε ανοιχτά. Αυτή την περίοδο αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα που δε μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με άλλα ζητήματα. Όπως όλοι ξέρουν, η δύναμη της φυλής μας πηγάζει απ’ την συντροφικότητά μας. Τόσα χρόνια εργαζόμενοι όλοι μαζί, σεβόμενοι κανόνες που οι ίδιοι θεσπίσαμε, καταφέραμε να αποτελέσουμε μια κραταιά δύναμη, αλλά τώρα η ενότητά μας κλυδωνίζεται. Οι σύντροφοί μας, οι γκιόνηδες, φημολογείται ότι ετοιμάζονται να εξεγερθούν επιδιώκοντας αυτονομία γιατί θεωρούν ότι διαφέρουν από εμάς κι ότι καταπιέζονται. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να καταπνίξουμε μια τέτοια ενέργεια αν εκδηλωθεί, γιατί ενδέχεται να προκληθούν και άλλες παρόμοιες και να οδηγηθούμε σε διάσπαση. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα γίνουμε τρωτοί και αδύναμοι. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να προσφέρουμε τη βοήθεια που ζητάς, αν και καταδικάζουμε την παράλογη στάση των διψασμένων για εξουσία αετών καθώς προέχει η εξασφάλιση της εσωτερικής μας ισορροπίας».

Ύστερα απ’ αυτή τη συζήτηση, ο παπαγάλος κούρνιασε στη φωλιά του περίλυπος που για ακόμα μια φορά οι προσπάθειές του έπεφταν στο κενό και οι αετοί θα δρούσαν ανεξέλεγκτοι.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 8 Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Μια ηλιαχτίδα ξεγλίστρησε ύστερα από πάλη με τα πυκνά φύλλα ενός δέντρου και χάιδεψε τα βλέφαρα μιας νεαρής πάπιας που κοιμόταν στη ρίζα του, ανοίγοντας τα διάπλατα. Αφού ξύπνησε τα τρία αδέρφια της και τη μάνα της, πρότεινε να επισκεφτούν τη λίμνη για να παίξουν με το νερό, όπως συνήθιζαν. Η πάπια συμφώνησε με ευχαρίστηση, καθώς η επίσκεψή τους αυτή συμφωνούσε με το πρόγραμμα που είχαν εξαγγείλει οι αετοί.

Ενώ προχωρούσαν προς τη λίμνη, το παπάκι ρώτησε με αφέλεια τη μητέρα του, «μαμά, γιατί πάνω απ’ τα πανέμορφα φτερά σου, έβαλες αυτά τα απαίσια καφετί φτερά;»

Η πάπια το κοίταξε κατάματα και χωρίς να του δώσει απάντηση συνέχισε να βαδίζει.

«Μαμά, πρόσεξες ότι τα καναρίνια που κάθονται δίπλα στο γύπα, βράχνιασαν;», παρατήρησε το αδερφάκι του. «Δεν κελαηδάνε πια ωραία! Ποιος ξέρει τι έπαθαν τα καημένα…»

Μα η πάπια δε μίλησε και πάλι.

Όταν έφτασαν στη λίμνη, μπήκαν γρήγορα στο νερό πανευτυχή. Τότε το τρίτο παπάκι διερωτήθηκε: «Μαμά, γιατί στη λίμνη σήμερα δεν έχουν έρθει τόσα πολλά πουλιά, όπως τις προηγούμενες μέρες;»

«Για το καλό μας!», αποκρίθηκε η πάπια που αποφάσισε να λύσει τη σιωπή της.

«Γιατί, μαμά, έχουν μαζευτεί τόσοι πολλοί αετοί;», απόρησε το τέταρτο.

«Για το καλό μας!», ξαναείπε η πάπια.

«Γιατί, μαμά, εκείνος ο αετός υψώνει τον τόνο της φωνής του και μαλώνει το πουλί που μόλις πήγε να πιει νερό;» ρώτησε και πάλι, μα η απάντηση που πήρε ήταν η ίδια.

«Κοίτα, κοίτα! Το άρπαξε με τα νύχια του και το πέταξε μακριά. Γιατί;», είπε συγκλονισμένο.

«Για το καλό μας!», τόνισε και πάλι η μητέρα του.

Τα παπάκια, χωρίς να έχουν πολυκαταλάβει, κολύμπησαν προς το κέντρο της λίμνης και άρχισαν να βρέχουν το ένα το άλλο.

«Σταματήστε, αμέσως! Ενοχλείτε», ακούστηκε απειλητικά απ’ την όχθη.

Ένας αετός είχε καρφώσει πάνω τους το φονικό του βλέμμα. Η πάπια πήγε γρήγορα κοντά τους και τα απομάκρυνε απ’ το σημείο.

«Γιατί, μαμά, δε μας αφήνει να παίξουμε;», κλαψούρισαν.

«Για το καλό μας!», ψιθύρισε.

«Βγείτε αμέσως έξω. Τελείωσε ο χρόνος παραμονής σας στο νερό», διέταξε ένας άλλος αετός.

Η πάπια υπάκουσε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση, ακολουθούμενη απ’ τα παιδιά της.

«Γιατί, μαμά;» έκαναν όλα μαζί.

«Για το καλό μας! Για το καλό μας!»

Εκείνο το πρωινό όλα φαίνονταν ίδια στη λίμνη, μα όλα είχαν αλλάξει. Και αν τύχαινε κάποιο πουλί να εκδηλώσει τη γκρίνια του για τις αλλαγές, το πλησίαζε ο γύπας και το ρωτούσε: «Θες να στερέψει η λίμνη και να πεθάνουμε όλοι;». Και εισέπραττε ως απάντηση τη σιωπή του. Έτσι κάποια σποραδικά παράπονα που αναδύθηκαν, τα πήρε μαζί του το δροσερό, πρωινό αεράκι σκορπίζοντας τα.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 9 Ο ΑΛΛΗΛΟΣΠΑΡΑΓΜΟΣ

Σε μικρή απόσταση από τη λίμνη επικρατούσε αναβρασμός. Οι σπίνοι ανήσυχοι πηγαινοέρχονταν από κλαδί σε κλαδί.

«Ακούσατε τι μας αποκάλυψαν οι αετοί;», απευθύνθηκε ξάφνου ο Τάλας στους υπηκόους του. «Τ’ αηδόνια έχουν εξοπλιστεί και σκοπεύουν να μας αφανίσουν για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους. Κι εμείς τι κάνουμε γι’ αυτό; Θα καθόμαστε αμέριμνοι να επωάζουμε τ’ αυγά μας; Θα τα περιμένουμε να μας διαλύσουν; Τώρα έχουμε κι εμείς στην κατοχή μας πολεμικό υλικό. Ας τα συντρίψουμε, λοιπόν! Εμπρός, πάμε να πολεμήσουμε για την ύπαρξή μας, για το μέλλον μας, για τα παιδιά μας».

«Πάμε», φώναξαν όλοι μαζί και όρμησαν να πάρουν κοφτερά κομμάτια βράχων. Συγκρατώντας με τα δυο τους πόδια απ’ ένα κομμάτι, ξεχύθηκαν προς το μέρος του εχθρού.

Τα αιχμηρά βράχια έπεφταν βροχή. Τα αηδόνια πανικοβλημένα απ’ τη μαζική επίθεση προσπαθούσαν να προφυλαχτούν με όποιον τρόπο μπορούσαν μα οι απώλειες ήταν μεγάλες. Πολλά κείτονταν ήδη νεκρά στο έδαφος μέσα σε λίμνες αίματος, άλλα ψυχορραγούσαν, ένα σπάραζε απ’ τον πόνο εξαιτίας ενός μεγάλου τραύματος στο δεξί του φτερό ενώ κάποιο άλλο δίπλα του είχε ακρωτηριασμένο το δεξί του πόδι. Κομμένα κεφάλια και πόδια ήταν διάσπαρτα σ’ όλη την περιοχή. Πιο πέρα ένα θηλυκό αηδόνι, έχοντας στην αγκαλιά του το νεκρό παιδί του θρηνούσε για το χαμό του. Μα οι σπίνοι ατάραχοι, αφού σκόρπησαν τον όλεθρο, κάνοντας μια απότομη στροφή επέστρεφαν στην πατρίδα τους για να προμηθευτούν και άλλες πέτρινες λεπίδες ώστε να αποτελειώσουν το καταστροφικό τους έργο.

«Τώρα είναι η ευκαιρία!», ούρλιαξε ο Άμοιρος τη στιγμή που όσα διασώθηκαν έβγαιναν δειλά απ’ τις κρυψώνες τους. «Πάρτε τις κοφτερές πέτρες που μας έδωσαν οι φίλοι μας, οι αετοί, και πάμε να τους λιώσουμε!». Τότε όλα μαζί χίμηξαν να τις πάρουν και αμολήθηκαν να κατατροπώσουν τους σπίνους.

Την ώρα που πετούσαν πάνω απ’ την περιοχή τους, οι σπίνοι βρίσκονταν στο έδαφος για να παραλάβουν τα νέα πολεμοφόδια.

«Τώρα!», πρόσταξε ο Άμοιρος και όλα τα αηδόνια άφησαν τα κομμάτια να πέσουν στα κεφάλια των σπίνων. Σκηνές αποκάλυψης για άλλη μια φορά. Νεκροί, τραυματίες, αίμα, πούπουλα, ακρωτηριασμένα μέλη, πόνος, φρίκη.

«Προσεδαφιστείτε και εξολοθρεύστε τους!», ήταν η νέα εντολή. Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησαν στους σπίνους για να τους δώσουν τη χαριστική βολή μα οι σπίνοι αντιστέκονταν σθεναρά. Το ένα πουλί τσιμπούσε το άλλο όπου και όπως μπορούσε. Πούπουλα έβγαιναν, μάτια πετάγονταν, πληγές άνοιγαν, όμως, κανένας δεν υποχωρούσε, κανένας δεν παραδιδόταν. Παρόλο που και τα δύο στρατεύματα είχαν εξαντληθεί, πολεμούσαν γενναία με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει καθιστώντας αβέβαιη την έκβαση της μάχης.

Τα νέα δεν άργησαν να μαθευτούν. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά προκάλεσαν αναστάτωση στον κόσμο των πτηνών. Το πέπλο της ανησυχίας σκέπασε το νησί εκτός, φυσικά, από το δυτικό τμήμα του, όπου οι αετοί έτριβαν τα φτερά τους από ικανοποίηση για την ευόδωση των πλάνων τους. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ καλύτερα απ’ ότι υπολόγιζαν.

«Πλάνε, ας μην εφησυχάζουμε», σημείωσε ο Σερπετός. «Θεωρώ πως πρέπει να εκμεταλλευτούμε την περίσταση και να παρέμβουμε φέρνοντας ειρήνη στα αηδόνια και τους σπίνους. Άλλωστε, έχουν σχεδόν αλληλοεξοντωθεί. Έτσι θα κερδίσουμε την εκτίμηση και των πιο καχύποπτων για τις ενέργειές μας πτηνών».

Το πρόσωπο του Πλάνου πήρε μια σατανική έκφραση. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και συμπλήρωσε τα λόγια του Σερπετού: «Θα φέρουμε ειρήνη με τον τρόπο που μόνο οι αετοί ξέρουν!».

Με σύνθημά του ξεκίνησαν με προορισμό το πεδίο της μάχης. Όταν έφτασαν, ο Πλάνος διέταξε να τους συντρίψουν και να του φέρουν ζωντανούς μόνο τους αρχηγούς τους. Τότε οι αετοί ρίχτηκαν στους ήδη μισοδιαλυμένους αντιπάλους και πιάνοντας τους με τα γαμψά νύχια τους τους διαμέλιζαν στον αέρα. Ελάχιστα αηδόνια και σπίνοι κατάφεραν να ξεφύγουν απ’ την άρρωστη μανία τους, ενώ οι αετοί αφού σκόρπησαν το θάνατο, παρέδωσαν στον Πλάνο τον Άμοιρο και τον Τάλα.

«Ήρθε η ώρα να δικαστείτε για τα εγκλήματά σας!» είπε και κρατώντας τους σφιχτά στα δυο του πόδια κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς τη λίμνη. Πετώντας τους με δύναμη στο χώμα, έδωσε εντολή σε μερικούς αετούς να σχηματίσουν ένα τείχος γύρω τους με τα σώματά τους και αφού κάλεσε τα πουλιά να συγκεντρωθούν, άρχισε να μιλάει με τη βοήθεια των μαϊνών, καθώς ακόμα δεν γνώριζαν σε ικανοποιητικό βαθμό τη γλώσσα των αετών.

«Για άλλη μια φορά εμείς, οι αετοί, αποδεικνύουμε έμπρακτα πόσο νοιαζόμαστε για τον κόσμο μας καθώς καταφέραμε μέσα σε ελάχιστη ώρα να σταματήσουμε τον τόσο φονικό πόλεμο ανάμεσα στους σπίνους και τα αηδόνια. Εξαιτίας της άμεσης επέμβασής μας, σώθηκαν δεκάδες ζωές. Και τώρα έχω φέρει εδώ μπροστά σας τους αρχηγούς τους, αυτούς τους εγκληματίες που οδήγησαν τους λαούς τους στον αφανισμό. Όποια ποινή κι αν τους επιβληθεί, θα είναι μικρή για το κακό που προκάλεσαν.

»Επιπλέον, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βρέθηκε στην κατοχή των δύο στρατευμάτων που ηγούνταν αξιόλογο πολεμικό υλικό, γεγονός που μας κάνει να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο να το κατέχουν. Καταλαβαίνετε πως μια τόσο συνταραχτική αποκάλυψη θέτει σε νέα βάση το θέμα. Αυτοί οι δύο παράφρονες ενδεχομένως να επιδίωκαν να μας σκοτώσουν όλους! Επομένως, η μόνη ποινή που τους αξίζει είναι ο θάνατος».

Ο Πλάνος έκανε νεύμα με το κεφάλι του σ’ έναν απ’ τους αετούς του και εκείνος αποκωδικοποιώντας το, άρπαξε τα δύο ανυπεράσπιστα πουλιά και πετώντας προς το κέντρο της λίμνης τα βύθισε κάτω από την επιφάνεια του νερού, κρατώντας τα εκεί για αρκετή ώρα με τα δυνατά του πόδια μέχρι να ξεψυχήσουν. Όταν ένιωσε πια πως δεν έδιναν κάποιο σημείο ζωής, πέταξε προς το βουνό όπου σκόρπισε τα νεκρά σώματά τους σε μια χαράδρα. Τα υπόλοιπα πουλιά που παρακολουθούσαν το θέαμα δεν έβγαλαν λαλιά, καθώς είχαν συγκλονιστεί απ’ τις απροσδόκητες αποκαλύψεις και απ’ όσα είδαν να εκτυλίσσονται μπροστά τους.

Σε λίγη ώρα ο χώρος ερήμωσε. Άλλωστε, είχε ήδη βραδιάσει και είχαν όλοι ανάγκη από ξεκούραση. Η μέρα έφυγε βουτηγμένη στο αίμα. Τη νύχτα απλώθηκε μια αινιγματική γαλήνη. Το πρωί, όμως, στις συζητήσεις που διεξήχθησαν με αφορμή τα γεγονότα της χθεσινής μέρας, οι γνώμες διχάζονταν: κάποιοι έκαναν λόγο για υπερβολική σκληρότητα των αετών ενώ άλλοι εκθείασαν το ζήλο που επέδειξαν για την ειρήνευση των δύο ειδών. Οι περισσότεροι, όμως, συμφωνούσαν πως η επέμβασή τους ήταν αναγκαία.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 10 ΟΙ ΚΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΑΥΚΟΜΟΡΦΑ

Οι αετοί πανηγύριζαν για τη νέα τους επιτυχία μιλώντας ξιπασμένα για τον τρόπο που ενέργησαν και για την υπεροχή του είδους τους, αλλά ο Σερπετός φρόντισε με τα λόγια του να τους προσγειώσει στην πραγματικότητα.

«Αδέλφια, όταν έλεγα να παρέμβουμε για να σταματήσουμε τον πόλεμο, δεν εννοούσα να εξοντώσουμε τους δύο αντιπάλους. Μπορεί το αποτέλεσμα να μας ικανοποιεί αλλά σίγουρα θα ακουστούν και φωνές εναντίον της πολιτικής μας. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα δεν έχουμε όλο τον κόσμο υπό τον έλεγχό μας αφού ο μεγάλος μας αντίπαλος, οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους, εξακολουθούν να είναι ισχυροί κι εμείς δεν έχουμε ιδέα τι κάνουν».

«Σωστά», τον διέκοψε ο Πλάνος, «δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη δύναμη και τη δράση τους, επομένως δε μένει παρά να μάθουμε! Και για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να ενεργήσουμε στα κρυφά. Θα τους κατασκοπεύσουμε. Όμως, το μέγεθός μας δεν μας επιτρέπει να τους παρακολουθήσουμε χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί. Εξάλλου, στην περίπτωση που μας μυριστούν, ό,τι έχουμε χτίσει μέχρι τώρα θα γκρεμιστεί σαν χάρτινος πύργος αφού κάτι τέτοιο θα πυροδοτήσει αναβρασμό που ίσως αποτελέσει έναυσμα μιας γενικής εξέγερσης εναντίον μας. Αλλά ούτε και το γύπα μπορούμε να στείλουμε γιατί είναι εξίσου μεγαλόσωμος και γνωρίζουν ότι είναι τσιράκι μας. Πρέπει κάποιος άλλος να κάνει για λογαριασμό μας αυτή τη δουλειά».

«Η κίσσα, η Αντάρτισσα», πετάχτηκε ο Σερπετός. «Είναι ιδανική επιλογή καθώς δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε μέγεθος και έχει σκούρο χρώμα. Άλλωστε, οι κίσσσες φημίζονται για την ικανότητά τους να αποσπούν πληροφορίες κατασκοπεύοντας τον εκάστοτε εχθρό. Ειδικότερα, η Αντάρτισσα έχει σχηματίσει μια ομάδα από κίσσες που δεν περιορίζεται στην κατασκοπία αλλά επιτίθεται και καταστρέφει αυτόν που θα βάλει στον στόχο της ενώ δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω ότι έχει ακόμα τρία βασικά χαρακτηριστικά: διψάει για δύναμη, είναι άπληστη και μισεί όλα τα πουλιά που δεν ανήκουν στο είδος της. Πιστεύει, δηλαδή ότι όποιο πουλί δεν είναι κίσσα, του αξίζει ο θάνατος».

«Και γιατί θα δεχτεί να μας βοηθήσει;»

«Επειδή, όπως προανέφερα, μισεί τα γλαυκόμορφα όσο όλους μας αλλά κυρίως επειδή είναι άπληστη».

Ο Πλάνος αποδέχτηκε την πρόταση του Σερπετού και έσπευσε με τη συνοδεία δύο αετών και μιας μάινας να συναντήσει την Αντάρτισσα στα πετρώδη εδάφη όπου ζούσε. Όταν έφτασαν, πρόσεξαν με έκπληξη πως η περιοχή ήταν έρημη. Μέσα, όμως, σε ελάχιστο χρόνο τους περικύκλωσε μια ομάδα κισσών, έτοιμες να τους επιτεθούν και να αποβάλλουν το καρκίνωμα.

«Ήρθα σαν φίλος», δήλωσε ψύχραιμα ο Πλάνος.

«Τι ακριβώς θες;» ρώτησε αυστηρά η Αντάρτισσα που προχώρησε προς το μέρος του ενώ οι άλλες παρέμειναν στις θέσεις τους.

«Ήρθα για να ζητήσω τη βοήθειά σου. Είμαι γνώστης των αντιλήψεών σου και είμαι σίγουρος ότι οι σχέσεις σου ειδικά με τους γείτονές σου, τα ιδιότροπα γλαυκόμορφα, δεν είναι καλές. Θέλω να πας στο δάσος τους και να μου μεταφέρεις πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους».

«Και τι θα κερδίσω;», είπε κοφτά.

«Αν οι πληροφορίες που μας δώσεις αποδειχτούν χρήσιμες, ένας κοινός μας εχθρός θα φροντίσω να καταστεί ακίνδυνος. Επιπρόσθετα, θα επιτρέψω να επισκέπτεσαι τη λίμνη τις δώδεκα απ’ τις είκοσι τέσσερις ώρες της μέρας».

«Και τις είκοσι τέσσερις!», τόνισε.

Ο Πλάνος συμφώνησε και η Αντάρτισσα με τις κίσσες της εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Χωρίς να χάσει χρόνο κατευθύνθηκε ανατολικά και στρώθηκε στη δουλειά. Καλά κρυμμένη σε διάφορα σημεία άρχισε να παρακολουθεί υπομονετικά κάθε ενέργεια των γλαυκόμορφων. Ξάφνου παρατήρησε κάποια απρόσμενη κινητικότητα. Οι γκιόνηδες είχαν συγκεντρωθεί σ’ ένα μεγάλο δέντρο και συζητούσαν συνωμοτικά.

«Σύντροφοι», έλεγε ένας απ’ αυτούς, «έφτασε η στιγμή να εξεγερθούμε, να αποκτήσουμε επιτέλους αυτό που δικαιούμαστε, ανεξαρτησία. Εμείς δεν έχουμε κάποιο κοινό γνώρισμα με τις κουκουβάγιες και τους μπούφους, δε μας συνδέει τίποτα μαζί τους αφού διαφέρουμε και ως προς το χρώμα και ως προς το μέγεθος. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Τόσα χρόνια οι μεγαλόσωμοι σύντροφοί μας μάς συμπεριφέρνονται άσχημα και μας περιφρονούν επειδή είμαστε μικροκαμωμένοι. Ενώ κυνηγάμε εμείς τα τρωκτικά, στη συνέχεια υποχρεωνόμαστε να τα μοιραζόμαστε μ’ αυτούς. Πότε μας έδωσαν εκείνοι τροφή; Φτάνει πια! Τα ποντίκια που θηρεύουμε θα τα τρώμε μόνοι μας. Ήρθε η ώρα της επανάστασης!».

Με τη φράση αυτή ξεχύθηκαν στα γύρω δέντρα και εκδίωξαν τις κουκουβάγιες που κάθονταν στα κλαδιά τους. Εκείνες πέταξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους.

«Έγινε αυτό που φοβόμασταν! Επαναστάτησαν οι γκιόνηδες», έκραζαν.

«Ας τους κάνουμε να το μετανιώσουν», απάντησαν οι άλλες κουκουβάγιες και οι μπούφοι και ενωμένοι εκστράτευσαν εναντίον τους.

Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές, όμως, οι βραχύσωμοι και ολιγάριθμοι γκιόνηδες, παρόλο που πολεμούσαν με παροιμιώδη γενναιότητα και αυταπάρνηση, αναγκάζονταν σιγά σιγά, μπροστά στην κολοσσιαία δύναμη των αντιπάλων τους, να υποχωρήσουν στις κουφάλες των δέντρων αναζητώντας καταφύγιο.

Η κίσσα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, πέταξε προς το βουνό για να ενημερώσει τον Πλάνο χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν.

«Πλάνε, είμαι άγγελος καλών ειδήσεων. Τα γλαυκόμορφα αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα, έχουν εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι γκιόνηδες επαναστάτησαν διεκδικώντας αυτονομία. Είναι μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσεις τα όνειρά σου που συμβαδίζουν με τα δικά μου. Σύντριψε τους!»

Πριν προλάβει να της απαντήσει ο Πλάνος, ο Σερπετός ζήτησε να του μιλήσει εμπιστευτικά. «Δεν είναι φρόνιμο να επέμβουμε εμείς», σημείωσε. «Σου υπενθυμίζω πως όλα τα πουλιά μας θεωρούν θεματοφύλακες της ειρήνης. Δεν μπορούμε να κατακερματίσουμε την εικόνα μας αυτή που με τόσο κόπο δημιουργήσαμε».

Ο Πλάνος τον κοίταξε προβληματισμένος και επέστρεψε στην Αντάρτισσα λέγοντας: «Πιθανή άμεση ανάμειξή μας ίσως οδηγούσε σε επανασύνδεση των γλαυκόμορφων, που είναι καχύποπτα απέναντί μας και ενδεχομένως σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο ανάμεσά σ’ αυτά και σε μας με απρόβλεπτες διαστάσεις. Γι’ αυτό κρίνω πως εσύ είσαι το κατάλληλο πουλί που θα ρίξει το λάδι στη φωτιά. Με την ομάδα σου θα πολεμήσεις στο πλευρό των γκιόνηδων ώστε να αποδυναμωθούν οι ψωροπερήφανες κουκουβάγιες και οι ψηλομύτες μπούφοι. Μα πίσω από σένα θα βρισκόμαστε εμείς! Θα σε εξοπλίσω με τα πιο κοφτερά κομμάτια βράχων, θα σε κάνω πανίσχυρη και αυτό θα είναι το αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που θα μου προσφέρεις».

«Η συμφωνία έκλεισε», είπε η Αντάρτισσα και πέταξε προς τα πετρώδη εδάφη για να συγκεντρώσει την ομάδα της.

Καθώς ο ήλιος έσβηνε βυθισμένος στη θάλασσα, οι αετοί εφοδίαζαν τις κίσσες με το υλικό που τις υποσχέθηκαν ενώ οι γκιόνηδες εξακολουθούσαν να αμύνονται με αυτοθυσία.

Έμεναν ακόμα αρκετές ώρες μέχρι η πύρινη μπάλα να κρεμαστεί και πάλι στο δέντρο του ουρανού και οι κίσσες αρματωμένες πλησίαζαν το δάσος των γλαυκόμορφων. Ύστερα από εντολή της Αντάρτισσας δεν πέταξαν πάνω απ’ το δάσος γιατί υπήρχε η πιθανότητα να γίνουν ορατές από τους αντιμαχόμενους αλλά κινήθηκαν αρχικά παράλληλα και σε μεγάλη απόσταση από αυτό και στη συνέχεια εισήλθαν στον εναέριο χώρο του από ένα σημείο που η αρχηγός τους τούς υπέδειξε. Ο στόχος ήταν να αιφνιδιάσουν τις κουκουβάγιες και τους μπούφους χτυπώντας τους πισώπλατα. Και ο αιφνιδιασμός επιτεύχθηκε. Οι κίσσες σχίζοντας τον αέρα με ταχύτητα φωτός τούς εκτόξευσαν τις κοφτερές πέτρες μόλις βρέθηκαν σε απόσταση βολής και απομακρύνθηκαν χωρίς να μειώσουν ταχύτητα. Το κτύπημα αυτό ήταν ικανό ώστε να προκαλέσει το θάνατο ή τον τραυματισμό αρκετών απ’ αυτούς.

Την ίδια στιγμή που τα μεγαλόσωμα γλαυκόμορφα μετρούσαν τις πληγές τους και είχε προκληθεί αναστάτωση στις τάξεις τους απ’ την αναπάντεχη δολοφονική ρίψη πετρών, τους δράστες της οποίας δεν είχαν διακρίνει, οι γκιόνηδες έβγαιναν από τις κουφάλες των δένδρων και επιτίθονταν αμείλικτα. Οι κουφάλες στάθηκαν σωτήριες για τους επαναστάτες γιατί δεν τους παρείχαν μόνο καταφύγιο στις επιθέσεις των πρώην συντρόφων τους αλλά τους προστάτευαν και απ’ τον καταιγισμό των αιχμηρών πετρών. Έτσι, χωρίς απώλειες όρμησαν στους ανήμπορους αντιπάλους τους υποχρεώνοντας τους να υποχωρήσουν προσωρινά. Γρήγορα όμως οι κουκουβάγιες και οι μπούφοι ανέκαμψαν και άρχισαν να κερδίζουν έδαφος.

Τα τσιμπήματα δίνονταν εκατέρωθεν με το αίμα να στάζει απ’ τα κλαδιά και να κυλάει σαν ρυάκι απ’ τους κορμούς, βάφοντας με το χρώμα της κόλασης το διψασμένο χώμα που λαχταρούσε να κοιμίσει στην αγκαλιά του τα νεκρά σώματά τους. Η μάνα γη θα υποδέχονταν και πάλι στα σπλάχνα της τα παιδιά της. Ο αιώνιος κύκλος, ένας κύκλος που μίκρυνε απότομα επειδή το θέλησαν οι ίδιοι.

Μα μέσα στον πυρετό της μάχης κανείς δε συνειδητοποιούσε το μέγεθος της ανοησίας τους και η σφαγή συνεχιζόταν, μέχρι που οι γκιόνηδες, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να αποκρούσουν τις κατά κύματα επιθέσεις των πολέμιων τους, στριμώχτηκαν για άλλη μια φορά στις κουφάλες των δέντρων για να σωθούν. Όταν κάποια κουκουβάγια ή μπούφος επιχειρούσε να μπει στις κρυψώνες τους, του επιτίθονταν όλοι μαζί κατακρεουργώντας τον.

Δυο μαύρα ματάκια ξεπρόβαλλαν απ’ έναν διπλανό θάμνο, άλλα δυο μέσα απ’ τα φύλλα ενός δέντρου, άλλα δυο πίσω από ένα βράχο… οι κίσσες είχαν επιστρέψει και κρυμμένες περιμετρικά του πεδίου της μάχης, παρακολουθούσαν με ορθάνοιχτα μάτια την εξέλιξή της.

«Εμπρός!» έδωσε το σύνθημα η Αντάρτισσα και η ομάδα της χίμηξε στις κουκουβάγιες και τους μπούφους. Κάθε κίσσα έδινε στον καθένα τους από μια φαρμακερή τσιμπιά και τρέπονταν σε φυγή. Για δεύτερη φορά οι δύο σύντροφοι αιφνιδιάστηκαν και οι γκιόνηδες εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυσή τους, αλλά σε λίγη ώρα αναζήτησαν και πάλι σωτηρία στις κουφάλες των δέντρων.

«Σύντροφοι», φώναξε τότε ένας μπούφος«δε βλέπετε ότι οι δειλοί τρέχουν να σωθούν στις τρύπες των δέντρων. Εκεί μέσα εμείς με δυσκολία χωράμε αλλά και να πετυχαίναμε να μπούμε θα μας σφάγιαζαν αμέσως μόλις βάζαμε μέσα το πόδι μας. Παρόλ’ αυτά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι πιο έξυπνοι από εμάς. Θα περιμένουμε καρτερικά να τους θερίσει η πείνα και η δίψα και θα βγουν μόνοι τους. Και τότε, αλίμονό τους! Δεν θα αφήσουμε ούτε ένα πούπουλο στη θέση του. Αλλά τώρα άλλο πρέπει να μας απασχολεί, πώς θα αντιμετωπίσουμε τις απρόσμενες συμπαραστάτες των άθλιων γκιόνηδων, τις κίσσες. Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά γιατί είναι ύπουλα πουλιά. Χτυπάνε και φεύγουν επειδή δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν σώμα προς σώμα».

Πράγματι, χωρίς καθυστέρηση συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ τις κουφάλες, μα το μυαλό τους ταξίδευε, η σκέψη τους πλανιόταν στις κίσσες. Αλλά οι κίσσες δε φαίνονταν πουθενά.

Οι ώρες περνούσαν και το δάσος δεν άργησε να λουστεί στο φως. Τα μάτια των εξαντλημένων κουκουβάγιων και μπούφων, βάραιναν. Πού και πού έκλειναν, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα λεπτά, οι περισσότεροι να έχουν αποκοιμηθεί. Σπαραχτικές κραυγές πόνου θρυμμάτισαν την επιφανειακή γαλήνη της νέας μέρας. Κομμένα άκρα έπλεαν σε πορφυρές λίμνες. Οι κίσσες ήταν εκεί! Αφού είχαν εκσφενδονίσει στα νυσταγμένα πουλιά ακόμα μια παρτίδα κοφτερών βράχων, είχαν πέσει πάνω τους με μανία, σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο. Οι συμπολεμιστές επιχείρησαν να ανασυνταχθούν αλλά η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι χαοτική. Ο αριθμός των νεκρών συντρόφων τους ολοένα και αυξανόταν. Σαστισμένοι καθώς ήταν, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την ομάδα της Αντάρτισσας είχαν ξεχάσει ολότελα τους γκιόνηδες, αφήνοντας τις κουφάλες αφύλαχτες. Οι στασιαστές, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, τους όρμησαν. Πανικός! Μπροστά οι κίσσες, από πίσω οι γκιόνηδες και στο κέντρο μια άναρχη στρατιά δύο ειδών γλαυκόμορφων σε κατάσταση υστερίας.

Ο θερισμός των σωμάτων συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Οι κουκουβάγιες με τους συντρόφους τους τράπηκαν σε φυγή και οι αντίπαλοί τους τούς κυνήγησαν ανηλεώς. Ο ήλιος μελαγχόλησε στο φριχτό θέαμα των αναρίθμητων άψυχων κορμιών και κρύφτηκε πίσω από κάτι αραχνοΰφαντα συννεφάκια.

Η Αντάρτισσα πέταξε προς το βουνό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα. «Η αποστολή αποπερατώθηκε» ανάγγειλε και επέστρεψε στα πετρώδη εδάφη. Παράλληλα, οι γκιόνηδες απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους. «Σήμερα είναι ιστορική μέρα, είναι μέρα χαράς», έλεγαν τραγουδώντας. «Είμαστε επιτέλους ελεύθεροι. Αποτινάξαμε το ζυγό των πρώην συντρόφων μας. Δε θα δουλεύουμε πια για αυτούς αλλά μόνο για μας». Χαρούμενα τιτιβίσματα αντηχούσαν σε όλη την περιοχή, σκεπάζοντας τον ιστό που είχε απλώσει ο θάνατος.

Κάπου βαθιά, όμως, μέσα στο δάσος, οι διασωθέντες αντίπαλοί τους συνεδρίαζαν σε έντονο κλίμα. «Μπούφοι, υποστήκαμε μια ταπεινωτική ήττα. Ρεζιλευτήκαμε! Μα δεν πληγώθηκε μόνο η τιμή και ο εγωισμός μας. Ξέρετε καλά πως θρηνούμε εκατοντάδες νεκρούς συντρόφους μας. Αυτή τη δύσκολη ώρα πρέπει να φανούμε δυνατοί και ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε τη διαμορφωθείσα κατάσταση και κάποια μέρα εργαζόμενοι όλοι μαζί θα ξαναγίνουμε ισχυροί. Άλλωστε, το δάσος εξακολουθεί να μας ανήκει αφού οι γκιόνηδες πήραν μόνο ένα μικρό τμήμα του».

«Να ενωθούμε! Γιατί;» ξεσηκώθηκαν κάποιοι μπούφοι, στα λόγια αυτά των κουκουβάγιων. «Για να δουλεύουμε για λογαριασμό σας; Όχι! Θα ακολουθήσουμε το δρόμο που χάραξαν οι γκιόνηδες. Θέλουμε και απαιτούμε αυτονομία!»

«Ναι, στη διάσπαση», συμφώνησαν ουρλιάζοντας και οι υπόλοιποι μπούφοι. «Κι εμείς θέλουμε να ζούμε μόνοι μας. Ο συνασπισμός πλέον δεν καλύπτει τις ανάγκες μας».

Προκλήθηκε αναστάτωση. Κάθε επιχείρημα των κουκουβάγιων στάθηκε αδύνατο για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Η έκρυθμη κατάσταση δεν εκτονωνόταν αλλά αντίθετα όσο περνούσε η ώρα, η φωτιά που είχε ανάψει ανάμεσά τους, φούντωνε. Η διάσπαση ήταν πλέον γεγονός. Οι ποικιλίες των γλαυκόμορφων θα ζούσαν χωριστά η μια απ’ την άλλη. Οι αετοί είχαν πετύχει το σκοπό τους: ο μεγάλος αντίπαλός τους είχε εξουδετερωθεί.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 11 Η ΑΕΤΟΚΕΦΑΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ

Στο βουνό οι αετοί ήταν μεθυσμένοι απ’ το θρίαμβό τους. Είχαν μετατρέψει το νησί σε μιαν ατέλειωτη αρένα, όπου οι μονομάχοι αλληλοσκοτώνονταν για την τέρψη του δαφνοστεφανομένου καίσαρα Πλάνου και για την πραγματοποίηση των σχεδίων του.

«Έφτασε η πολυπόθητη ώρα», πανηγύριζε με υπεροψία ορθώνοντας το κορμί του. «Είμαστε κοσμοκράτορες κι εγώ, ο αρχηγός σας, ο αφέντης όλων των πουλιών!».

«Δε φτάνει να είμαστε μόνο τώρα», παρενέβηκε ο Σερπετός «αλλά θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ από κανέναν!»

«Τι έχεις στο μυαλό σου;» είπε στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος του. «Ακόμα δεν ικανοποιήθηκες απ’ τις τόσες επιτυχίες μας;»

«Ασφαλώς και νιώθω δικαιωμένος αλλά θεωρώ πως ήρθε η στιγμή να βάλουμε ακόμα ένα τελευταίο λιθαράκι κατασκευάζοντας κάτι που να θυμίζει στα πουλιά κάθε εποχής τη δύναμή μας και όλα όσα δήθεν κάναμε προς όφελος της φτερωτής μας κοινωνίας».

«Έχουμε νομίζω τον τρόπο να τους το θυμίζουμε συνεχώς! Όμως, έχεις δίκιο, ο ολοκληρωτισμός έχει ανάγκη από σύμβολα με τα οποία θα ταυτίζονται οι μάζες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το σύμβολο της παντοκρατορίας μας που θα κατασκευαστεί στην πλαγιά του βουνού θα είναι μια κεφαλή αετού. Η αετοκεφαλή θα’ ναι ορατή από κάθε πλευρά του νησιού για να υπενθυμίζει σ’ όλους ποιοι είναι οι κύριοί του. Όλα θα λειτουργούν κάτω από το μοχθηρό, άγρυπνο βλέμμα της, ένα βλέμμα, καθρέπτη του μεγαλείου μας. Και φυσικά δε θα τη φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι αλλά θα κουβαλήσουμε εργάτες στο βουνό που θα δουλεύουν ακατάπαυστα νύχτα μέρα για να την ολοκληρώσουν. Πάμε, λοιπόν, αδέλφια να φέρουμε απ’ τις άγονες εκτάσεις τα πεινασμένα κοράκια για να δώσουν μορφή στη σκέψη μου. Με ένα ξεροκόμματο για ανταμοιβή θα λιώσουμε τα μαυροπούλια στη δουλειά».

Και οι αετοί πέταξαν προς το κέντρο του νησιού, έχοντας πάντα μαζί τους μερικές μάινες για να μπορούν να συνεννοηθούν. Όταν έφτασαν, τα αντίκρισαν συγκεντρωμένα να σκαλίζουν το έδαφος προσπαθώντας να βρουν κανένα σπόρο αλλά ο Πλάνος, αδιαφορώντας για τη σκηνή που ξετυλιγόταν μπροστά του, διέταξε: «Ακολουθείστε μας στο βουνό. Θέλω να φιλοτεχνήσετε στην πλαγιά του μια κεφαλή αετού και θα σας δώσω για αντάλλαγμα αρκετή τροφή, ώστε να καλύψει τις ανάγκες σας για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Τα κοράκια, αφού συζήτησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, απάντησαν: «όχι, δε δεχόμαστε την πρότασή σου γιατί δε σε εμπιστευόμαστε. Πήγαμε στη λίμνη χθες να πιούμε νερό και οι αετοί σου μας έδιωξαν με το χειρότερο τρόπο, προβάλλοντας το εξωφρενικό επιχείρημα πως η ώρα της επίσκεψής μας δεν ήταν η προβλεπόμενη. Εσύ που μας στερείς το νερό, έρχεσαι τώρα και μας δίνεις τροφή; Μπορεί να πεθαίνουμε απ’ την πείνα αλλά δε δεχόμαστε την προσφορά σου γιατί είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται για ελεημοσύνη, επειδή τάχα μας λυπήθηκες, αλλά για τυράκι σε ποντικοπαγίδα. Θες να δουλέψουμε για σένα αλλά δε μας είπες υπό ποιες συνθήκες. Προτιμούμε να πεινάμε και να είμαστε ελεύθεροι παρά χορτάτοι και σκλάβοι σου».

«Πώς τολμάτε να εναντιώνεστε στο θέλημά μου;», ύψωσε τη φωνή του εκνευρισμένος ο Πλάνος. «Νομίζετε πως έχετε δικαίωμα επιλογής; Δε ζητάω να με υπακούσετε, το απαιτώ! Αετοί μου, συλλάβετε τα άθλια πτηνά και φέρτε τα στο βουνό να μας υπηρετούν. Θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή δουλεύοντας για μας. Κανένα πουλερικό δεν επιτρέπεται να αντιμιλάει στον Πλάνο, τον άρχοντα του νησιού!»

Ακούγοντας τα λόγια του αυτά, τα κοράκια προσπάθησαν να σωθούν πετώντας προς διάφορες κατευθύνσεις μα οι αετοί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τα ακολούθησαν και, γαντζώνοντας τα νύχια τους στο ισχνό σώμα τους, τα μετέφεραν στο βουνό. Αφού τα πέταξαν στην πλαγιά όπου επρόκειτο να κατασκευαστεί το έργο, συγκεντρώθηκαν γύρω τους ρίχνοντας τους πύρινες ματιές. Τα κοράκια φοβισμένα έκαναν μερικά βήματα πίσω. Τότε εμφανίστηκε ο Πλάνος καθισμένος σε ένα ψηλό βράχο.

«Σκάβετε! Τι περιμένετε; Κοιτάξτε καλά το κεφάλι μου γιατί θέλω το γλυπτό που θα φτιάξετε να μου μοιάζει αλλιώς θα αποκεφαλιστείτε όλα, ένα προς ένα». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, τα κοράκια έπιασαν δουλειά. Σκάλιζαν, σκάλιζαν χωρίς να σηκώσουν κεφάλι και οι ώρες περνούσαν με τον ιδρώτα να ρέει άφθονο απ’ τα μέτωπά τους.

Ένα κοράκι έπεσε λιπόθυμο στο χώμα απ’ τη ζέστη. «Αυτό πλέον μας είναι άχρηστο!» είπε ο Πλάνος, και συμπλήρωσε «έχει εκπληρώσει την αποστολή του. Εξαφανίστε το!». Τότε ένας αετός το άρπαξε και βουτώντας στη χαράδρα του έδωσε αντίστοιχο τέλος με τον Άμοιρο και τον Τάλα.

«Λίγο νερό, λίγο νερό!», ικέτευσαν τα υπόλοιπα.

«Ικανοποιείστε την επιθυμία τους», πρόσταξε ο Πλάνος. «Αν δε φροντίσουμε εμείς οι αετοί για σας, ποιος θα φροντίσει;».

Δυο αετοί πέταξαν χωρίς καθυστέρηση προς τη λίμνη και έφεραν νερό μέσα σε ένα κέλυφος χελώνας. Το ένα κοράκι έσπρωχνε και τσιμπούσε το άλλο σε κατάσταση αλλοφροσύνης για να βυθίσει γρηγορότερα το κεφάλι στο καβούκι ενώ ο Πλάνος από ψηλά απολάμβανε την κατάντια τους.

«Αρκετά», τα διέκοψε σε λίγο. «Πάρτε τους το νερό κι εσείς κοράκια επιστρέψτε στη δουλειά σας. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο» και τα κοράκια συνέχισαν το έργο τους υπό την αυστηρή επιτήρηση των αετών.

Οι ποτισμένες με ιδρώτα ώρες περνούσαν. Οι ώρες έγιναν μέρες και τα κοράκια δούλευαν ασταμάτητα. Μέσα σε τρεις βδομάδες το έργο είχε ολοκληρωθεί. Στο διάστημα αυτό πολλά δεν άντεξαν και έσβησαν μα κανείς δεν έδωσε σημασία.

Ο Πλάνος κοίταξε με θαυμασμό το αποτέλεσμα. «Είναι αντάξιο του μεγαλείου μας», υπογράμμισε. «Χαρίστε τους την ελευθερία, την αξίζουν».

Το σεντόνι του ουρανού γέμισε μαύρα φτερωτά στίγματα που ταξίδευαν κατάκοπα προς τις άγονες εκτάσεις αλλά και χαρούμενα που τελείωσε το μαρτύριό τους. Ένα, όμως, κοράκι απομακρύνθηκε απ’ το σμήνος και αγκομαχώντας κάθισε να ξαποστάσει στο λόφο καθώς ήταν εξαντλημένο. Το ράμφος του είχε ασπρίσει απ’ το αδιάκοπο σκάψιμο, τα φτερά του ήταν γεμάτα με μικρά κομμάτια από χώμα και πετραδάκια ενώ απ’ το πόδι του έσταζε αίμα. Η αιμορραγία του αυτή οφειλόταν σε ένα τσίμπημα από κάποιο άλλο κοράκι που προσπάθησε να του πάρει τη θέση όταν είχε πάει να πιει νερό απ’ το καβούκι.

Αφού πήρε μερικές ανάσες, συνέχισε να πετάει μα όχι για πολύ. Προσγειώθηκε και πάλι στη σκιά ενός θάμνου ασθμαίνοντας. Με πολύ δυσκολία υψώθηκε στον ουρανό και σωριάστηκε μετά από λίγο στο δάσος με τη λίμνη.

«Τι έχεις;» έτρεξε γρήγορα δίπλα του ο παπαγάλος που τον είδε να πέφτει, μα δεν πήρε απάντηση καθώς το κοράκι είχε χάσει τις αισθήσεις του.

Ο παπαγάλος, χωρίς να χάσει χρόνο, το ανέβασε στη ράχη του και το μετέφερε στη φωλιά του. Αφού του έβρεξε το πρόσωπο με λίγο νερό που φύλαγε μέσα σ’ ένα κοχύλι, του περιποιήθηκε την πληγή.

«Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε το κοράκι που άρχισε σιγά σιγά να αποκτά επαφή με το περιβάλλον.

«Είσαι σε καλά χέρια», αποκρίθηκε ο παπαγάλος και το άφησε να ξεκουραστεί.

Λίγες ώρες αργότερα το κοράκι στεκόταν στα πόδια του. Αφού ήπιε αρκετό νερό και έφαγε σπόρους που του μάζεψε ο παπαγάλος, είπε: «Σε σένα ερχόμουν. Όλα τα πουλιά γνωρίζουν πως είσαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στους αετούς. Σε δικαιολογώ απόλυτα γιατί μόλις είδαμε το πραγματικό τους πρόσωπο πίσω απ’ τη μάσκα της φιλευσπλαχνίας τους. Μας υποχρέωσαν να φτιάξουμε για λογαριασμό τους ένα γλυπτό, μας απειλούσαν συνεχώς, μας ταπείνωναν και μας πατούσαν σαν σκουλήκια. Πολλά κοράκια έχασαν τη ζωή τους για να ικανοποιηθεί η ματαιοδοξία τους. Να ξέρεις πως στο εξής θα είμαστε μαζί σου. Κάποιος πρέπει να σταματήσει τους αδίστακτους και ανισόρροπους αετούς».

«Μιλάς σοβαρά; Είναι εγκληματίες! Πέθαναν πουλιά για να φτιαχτεί εκείνο το έκτρωμα που βλέπω πάνω στο βουνό. Παρανοϊκό! Σιγά σιγά φεύγει το εντυπωσιακό περιτύλιγμα και αποκαλύπτεται πόσο σάπιες είναι οι προθέσεις τους. Λίγες μέρες πριν τους είδα με τα μάτια μου να αναμειγνύονται στην αλληλοεξόντωση των αηδονιών και των σπίνων, σήμερα εξευτέλισαν εσάς, αύριο κάποιους άλλους. Πρέπει να τους σταματήσουμε, αλλά πώς; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα προς το παρόν γιατί τα γλαυκόμορφα διαλύθηκαν και τα περισσότερα πουλιά θεωρούν τους αετούς προστάτες του νησιού, αν και μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν πως η ζωή τους ήταν καλύτερη πριν την αλλάξουν οι αετοί. Το μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Η λαϊκή δυσφορία σταδιακά θα εντείνεται ενώ ο χρόνος θα φανερώσει σ’ όλους τα σχέδιά τους. Κάποια στιγμή όλοι θα καταλάβουν τι πραγματικά επιδιώκουν και ελπίζω τότε να μην είναι αργά».

Το κοράκι αφού άκουσε με προσοχή τα λόγια αυτά του Νοήμονα, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς την πατρίδα του.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 12 ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Και η ρόδα του χρόνου κύλησε. Το φθινόπωρο χρύσωσε τα φύλλα των δέντρων ρίχνοντας τα στο έδαφος και γκρίζα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό που βούρκωσε. Τα δάκρυά του που ανάγκασαν προσωρινά τα πουλιά να κρυφτούν στις φωλιές τους πλημμύρισαν το άλλοτε ξερό ποταμάκι που διέσχιζε τα πετρώδη εδάφη. Αυτό το μέρος, που το καλοκαίρι η σιωπή είχε στήσει το βασίλειό της, τώρα αντηχούσε από χαρούμενες φωνές, που, όμως, όλες ήταν ίδιες. Όλα τα πουλιά είχαν μάθει και χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα των αετών!

Μα ο αδυσώπητος χρόνος κυλούσε ασταμάτητα και ένα κατάλευκο χαλί σκέπασε όλο το νησί. Ο χειμώνας είχε ήδη δρασκελίσει το φθινόπωρο δείχνοντας τα δόντια του και με την παγερή ανάσα του κρυστάλλωσε τη λίμνη στο βόρειο τμήμα του νησιού με αποτέλεσμα όλα τα πτηνά να επισκέπτονται πλέον το ποταμάκι για να ξεδιψάσουν. Και το ποταμάκι έσφυζε από ζωή.

Στο βουνό, όμως, επικρατούσε ανησυχία. Ο Πλάνος περπατούσε νευρικά χωρίς να μιλάει ενώ ο Σερπετός που τον κοιτούσε, έκανε τον αρχηγό του να τον προσέξει λέγοντας: «Μπορεί το καλοκαίρι να καταφέραμε να βυθίσουμε τα νύχια μας σ’ όλο το νησί, ωστόσο τώρα το χειμώνα ό,τι χτίσαμε κινδυνεύει να γκρεμιστεί. Σίγουρα εξακολουθούμε να κατέχουμε τα σκήπτρα αλλά, δυστυχώς, η φύση μπαίνει τροχοπέδη στα σχέδιά μας αφού δεν μπορούμε να τα βάλουμε μαζί της. Είμαστε ανίσχυροι μπροστά της. Η λίμνη πάγωσε και κανένα πουλί πια δεν την έχει ανάγκη αφού όλα τώρα βρίσκουν νερό στο ποταμάκι, με συνεπεία η κατοχή της πλέον να μας είναι ανώφελη».

«Το ξέρω», αντέδρασε ο Πλάνος, «αλλά σε διαβεβαιώνω πως ούτε η δύναμη της φύσης μπορεί να μας εμποδίσει. Θα καταλάβουμε πάραυτα το ποταμάκι και θα εφαρμόσουμε παρόμοιο καθεστώς μ’ αυτό που ίσχυε στη λίμνη, ώστε τα πουλιά να συνεχίσουν να εξαρτώνται από εμάς και η επιβίωσή τους θα κρέμεται πάλι απ’ τα νύχια μας».

Στο ελαφρύ χιόνι που σκέπαζε τις όχθες του ποταμού ήταν ευδιάκριτες οι πατημασιές των αετών, αδιάσειστο τεκμήριο της παρουσίας των μεγάλων πουλιών του βουνού στην περιοχή. Όμως, οι νιφάδες του χιονιού κάλυπταν σιγά σιγά τα ίχνη των εισβολέων που φρόντισαν στο μεταξύ να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Είχαν παραταχθεί και στις δύο ζώνες ξηράς κατά μήκος του ποταμού και έμειναν ασάλευτοι μόλις ο αρχηγός τους στάθηκε σ’ ένα χοντρό κλαδί ενός γυμνού δέντρου λίγο πιο πέρα προβαίνοντας σε νέες εξαγγελίες.

«Πτηνά του νησιού, όλοι υπήρξατε μάρτυρες της σωτηρίας της λίμνης εξαιτίας των μέτρων που πήραμε εμείς, οι αετοί. Μέτρα που δεν αδίκησαν και δεν έβλαψαν κανέναν αλλά αντίθετα μας ωφέλησαν όλους. Έτσι, λοιπόν, για να προασπίσω το κοινό συμφέρον, αποφάσισα να τεθεί και το ρυάκι υπό τον έλεγχο των αετών. Επειδή, όμως, το ρυάκι περιέχει λιγότερο νερό απ’ τη λίμνη και θα στερέψει αν συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, το πρόγραμμα διαμορφώνεται ως εξής: οκτώ ώρες θα μπορούν να προσέρχονται τα πουλιά του δάσους, πέντε ώρες τα γλαυκόμορφα, έξι ώρες οι κίσσες και τρεις ώρες τα υπόλοιπα πουλιά. Για δύο ώρες δε θα το επισκέπτεται κανείς ενώ εμείς, όπως και στη λίμνη, θα επιβαρυνθούμε με την εποπτεία του. Τα μέτρα αυτά ισχύουν απ’ αυτήν τη στιγμή».

Μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Πλάνος αναχώρησε για το βουνό, αφήνοντας πίσω μια ομάδα αετών για τον έλεγχο του ποταμού.

Τα περισσότερα πουλιά δυσανασχέτησαν με τις αποφάσεις αυτές γιατί δε θυμούνταν να’ χει στερέψει ποτέ το ποταμάκι το χειμώνα. Μα ούτε και η λίμνη είχε στερέψει ποτέ, καθώς το καλοσκέφτονταν, όμως, έπνιξαν την οργή τους από φόβο και αμίλητα πέταξαν προς τις φωλιές τους. Όλους αυτούς τους μήνες είχαν νιώσει στο πετσί τους την καταπίεση, τον κατακερματισμό της ελευθερίας και της ποιότητας ζωής τους και τώρα, όχι απλώς θα συνεχιζόταν η καταδυνάστευσή τους αλλά ο κλοιός θα έσφιγγε περισσότερο. Η ευεργεσία που ευαγγελιζόταν ο Πλάνος είχε μετατραπεί σε θηλιά που τα έπνιγε, μα δεν τολμούσαν να αντιδράσουν. Έτσι υπέμεναν σιωπηρά το μαρτύριό τους αν και μερικά εξακολουθούσαν να θεωρούν πως και αυτά τα μέτρα ήταν αναγκαία. Άλλωστε, ο γύπας τα διαβεβαίωνε πως θα πεθάνουν όλοι απ’ τη δίψα αν δεν εφαρμοστούν.

Και κάποια παπάκια απορούσαν περίλυπα γιατί τους έδιωχναν οι αετοί, τη στιγμή που η μητέρα τους δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν ήταν για το καλό τους.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΕΦ. 13 ΙΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Λίγα μέτρα πιο μακριά ηχούσαν τα τύμπανα του πολέμου. Οι κίσσες είχαν συγκεντρωθεί και άκουγαν με προσοχή την αρχηγό τους που έβγαζε έναν πύρινο λόγο.

«Πριν μερικούς μήνες κατατροπώσαμε τους γείτονές μας, τα γλαυκόμορφα, πολεμώντας στο πλευρό ενός απ’ αυτούς. Ποιος όμως βρισκόταν πίσω από εμάς; Ποιος μας προμήθευε πολεμικό υλικό; Οι αετοί. Είχαμε δώσει έναν κοινό αγώνα μαζί τους αλλά τώρα αυτοί έστρεψαν το βλέμμα τους στα εδάφη μας και χωρίς να μας ρωτήσουν ενέλαβαν τη διοίκηση του ποταμού. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα στη περιοχή μας! Μα και αν βάζαμε νερό στο κρασί μας και ανεχόμασταν την άτιμη ενέργειά τους, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε ότι αθέτησαν το λόγο που μας έδωσαν. Μας είχαν υποσχεθεί ότι θα επισκεπτόμασταν τη λίμνη όποτε θέλαμε. Τώρα, όμως, που έχει παγώσει, πρέπει να έχουμε τα ίδια δικαιώματα και στο ποτάμι ενώ αυτοί ανακοίνωσαν ότι μπορούμε να πίνουμε νερό μόνο το ένα τέταρτο της μέρας. Μόνο ένας χαρακτηρισμός τους ταιριάζει για όλα αυτά: Άτιμοι! Είναι ζήτημα τιμής να υπερασπιστούμε τα ιερά χώματα των προγόνων μας και να τιμωρήσουμε τους μιαρούς αετούς με τα ίδια τους τα όπλα. Πρέπει να καθαρίσουμε το μίασμα. Ο πόλεμος αυτός είναι ιερός!»

«Ιερός πόλεμος!», βροντοφώναξαν όλες οι κίσσσες μαζί και διασκορπίστηκαν για να ξελεκιάσουν την πατρίδα τους.

Χωρισμένες σε τμήματα που το καθένα απαρτίζονταν από πέντε κίσσες, έστησαν καρτέρι πίσω από τα κατάλευκα βράχια κατά μήκος του ποταμού. Όταν κάποιος αετός απομακρύνονταν απ’ τα αδέρφια του που περιφρουρούσαν την περιοχή, του ορμούσε όποιο τμήμα βρισκόταν κοντά. Η μια κίσσα του πίεζε το ράμφος για να μην του δοθεί η δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια, οι δύο του συγκρατούσαν τα πόδια και οι άλλες δύο τα φτερά. Τον έσερναν πίσω απ’ το βράχο και χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, ξέσκιζαν τις σάρκες του. Ο ένας αετός μετά τον άλλο πιανόταν στον καλοπλεγμένο ιστό τους.

«Ησυχία», ψιθύρισε μια κίσσα, «ένας αετός περνάει από μπροστά. Έτοιμες… Τώρα!» έκανε και του χίμηξαν όλες μαζί.

Ένας άλλος που περνούσε απ’ το ίδιο σημείο τις αντιλήφθηκε καθώς τραβούσαν το ανυπεράσπιστο πουλί που πάλευε να απελευθερωθεί απ’ τους δήμιους του.

«Δεχόμαστε επίθεση», έκραξε και έσπευσε να βοηθήσει τον αδερφό του που μπλέχτηκε στα δίχτυα τους. Αστραπηδόν, όλοι οι αετοί βρέθηκαν δίπλα του σώζοντας τον αετό που κινδύνευε και σφαγιάζοντας τις δύο απ’ τις πέντε κίσσες. Οι άλλες τρεις κατάφεραν να ξεφύγουν.

«Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλες», είπαν μεταξύ τους και πέταξαν ψηλά σκανάροντας τον τόπο.

Αμέσως οι κίσσες εγκατέλειψαν τις κρυψώνες τους και πέταξαν ταχύτατα προς διαφορετικές κατευθύνσεις ώστε να δυσκολευτούν να τις ακολουθήσουν οι διώκτες τους. Πράγματι, μόνο ένας μικρός αριθμός αποτέλεσε λεία τους.

Οι αετοί, αφού κατασπάραξαν όσες έπεσαν στα νύχια τους, καταμέτρησαν τις απώλειες που είχαν περισυλλέγοντας τις σορούς των νεκρών αδελφών τους. Το κλίμα ήταν βαρύ. Τα ράμφη παρέμεναν ερμητικά κλειστά και στα μάτια τους καθρεφτιζόταν ο πόνος, ο πόνος για τα χαμένα αδέλφια τους, ο πόνος για τον πληγωμένο τους εγωισμό, ο πόνος που απέρρεε απ’ την συνειδητοποίηση πως δεν ήταν άτρωτοι. Και σκυθρωποί συνέχιζαν το μακάβριο έργο τους.

Μα οι κίσσες επέστρεψαν από αέρος αποφασισμένες να τους δώσουν τη χαριστική βολή.

«Ρίξτε», πρόσταξε η Αντάρτισσα που ηγούταν το σμήνος. Παρευθύς, εκσφενδόνισαν τα κοφτερά βράχια πάνω στους αετούς και εξαφανίστηκαν στους αιθέρες.

Μακελειό!

Τραυματίες και νεκροί είχαν γίνει ένα κουβάρι. Ουρλιαχτά χαράκωσαν το τοπίο προσκαλώντας το Χάρο που για άλλη μια φορά διέσχιζε τον Αχέροντα ποταμό έχοντας γεμάτη τη βάρκα του με ψυχές που έκοψε με το δρεπάνι του. Μα δεν ήταν μόνο ψυχές αετών αλλά και κάποιων άλλων πουλιών που είχαν παραμείνει στο ρυάκι μετά τις δηλώσεις του Πλάνου. Όσοι επέζησαν έσπευσαν στο βουνό για να ενημερώσουν τον αρχηγό τους, ο οποίος μόλις άκουσε τα θλιβερά μαντάτα εξερράγη απ’ τον θυμό του.

«Αυτό που συνέβη είναι αδιανόητο! Η γη ποτίστηκε με αίμα αετών! Τα αδέρφια μας χάθηκαν και ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό; Η Αντάρτισσα, αυτό το μηδαμινό πουλερικό! Δεν έπρεπε να την εμπιστευτώ. Μας χτύπησε πισώπλατα η ύπουλη αλλά δεν έχει καταλάβει με ποιους τόλμησε να τα βάλει. Οι ασκοί του Αιόλου μόλις έχουν ανοίξει και θα πληρώσει πολύ ακριβά αυτή της την πράξη. Θα την κυνηγήσω παντού, δε θα’ χει μέρος να κρυφτεί, ξερό κλαρί για να σταθεί. Θα εξαφανίσω από το χάρτη αυτήν και το λαό της γιατί όποιος τολμά να εναντιωθεί στους αετούς, του αξίζει ο θάνατος».

«Σίγουρα ο πόνος είναι μεγάλος», παρενέβη ο Σερπετός. «Όλοι θρηνούμε αυτή τη δύσκολη ώρα το χαμό των αδελφών μας αλλά αντί να παρασυρθούμε απ’ το συναίσθημα, ας κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Οι κίσσες έχουν τη δυνατότητα να ξεγλιστράνε σαν χέλια. Όταν αισθανθούν τον κίνδυνο, εξαφανίζονται ως δια μαγείας και επιτίθενται από εκεί που δεν το περιμένεις. Επιπλέον, έχουν στα πόδια τους αξιοζήλευτο πολεμικό υλικό που οι ίδιοι τους παραχωρήσαμε στην επιχείρηση διάλυσης των γλαυκόμορφων. Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μ’ αυτές καθώς θα είναι δύσκολη και χρονοβόρα η απόπειρα εξόντωσης τους.

»Γι’ αυτούς όλους τους λόγους μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι θα πρέπει να πρυτανεύσει η πονηριά στις ενέργειές μας: δε χρειάζεται μόνοι μας να κυνηγάμε την Αντάρτισσα και το λαό της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του νησιού αλλά στην επιχείρηση αυτή είναι αναγκαίο να εμπλέξουμε και τα άλλα πουλιά. Για να σταθούν, όμως, στο πλευρό μας πρέπει να τους περάσουμε την ιδέα ότι κινδυνεύουν απ’ αυτές, ότι είναι εχθροί όλων τους και πως ο κόσμος μας απειλείται. Θα φροντίσουμε, δηλαδή, να παρουσιαστεί η Αντάρτισσα ως ο δεύτερος διάβολος. Ο φόβος με τον οποίο θα τα μπολιάσουμε, αυτόματα θα μετατραπεί σε μίσος γι’ αυτήν και όλοι θα επιθυμούν τη σύλληψη και τη θανάτωση του μαύρου πρόβατου της οικογένειας των πτηνών. Και λαμπαδηφόροι σ’ αυτόν τον αγώνα θα είμαστε εμείς ώστε να πετύχουμε αφενός τη γρήγορη εξάρθρωσή τους και αφετέρου θα κερδίσουμε την εκτίμηση όλων. Κανείς πλέον δε θα αμφιβάλλει πως κινούμαστε με γνώμονα το κοινό καλό, ενώ παράλληλα θα καταφέρουμε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: θα σταματήσουν να ακούγονται παράπονα απ’ τα πουλιά για τον περιορισμό των ελευθεριών τους επειδή το ενδιαφέρον τους θα επικεντρωθεί στην εξουδετέρωση της ομάδας της Αντάρτισσας. Στη σκιά ενός τέτοιου απαράμιλλου στόχου θα ατονήσει η δυσαρέσκεια απ’ την καταπίεση που υφίστανται».

«Καλά όσα λες αλλά πώς θα πείσουμε τα πουλιά ότι η Αντάρτισσα ροκανίζει τον κορμό της κοινωνίας μας;» ρώτησε ο Πλάνος.

«Όλοι γνωρίζουν πως οι κίσσες δεν έχουν καλές σχέσεις με τα άλλα είδη πουλιών. Καλούμαστε, επομένως, να τους το θυμίσουμε δίνοντας έμφαση στο σημερινό περιστατικό μα στη συνέχεια εισηγούμαι να κάνουμε κάτι ακραίο, κάτι που να μην αφήσει περιθώρια αμφιβολίας σε κανέναν για τον κίνδυνο που διατρέχει το νησί απ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, προτείνω να προκαλέσουμε οι ίδιοι μια μεγάλη καταστροφή στην περιοχή μας, στο βουνό, παρουσία όλων των πουλιών και να ισχυριστούμε, αποδεικνύοντας το με πλαστά στοιχεία, πως ευθύνονται οι κίσσες γι’ αυτήν. Υπάρχει ένα παιχνίδι των ανθρώπων που ονομάζεται σκάκι, στο οποίο πολλές φορές ο παίκτης αναγκάζεται να θυσιάσει το καλύτερο του κομμάτι, τη Βασίλισσα, προκειμένου να κερδίσει το παιχνίδι. Το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς ενώ όλοι θα νομίσουν ότι οι κίσσες είναι αυτές που σκορπούν τον όλεθρο, όμως, την αλήθεια δε θα τη μάθουν ποτέ. Και φυσικά κανείς δεν πρόκειται να μας υποψιαστεί γιατί το χτύπημα θα γίνει στα μέρη μας! Βέβαια, αργότερα, αν κριθεί απαραίτητο, μπορούμε, σαν καλοί παίχτες που είμαστε, να κάνουμε παρόμοιες ενέργειες και σε άλλα μέρη του νησιού για τις οποίες θα κατηγορηθούν οι κίσσες. Προκειμένου να πετύχουμε το σκοπό μας δε θα λογαριάσουμε τίποτα. Η Αντάρτισσα θα γίνει ο χειρότερος εφιάλτης των πουλιών για να μπει το τελευταίο λιθαράκι της ολοκληρωτικής κυριαρχίας μας».

Ο Πλάνος κοίταξε αποσβολωμένος το Σερπετό. Το σατανικό μυαλό του τρόμαζε ακόμα και τον ίδιο.

Δεν απάντησε. Αφού έμεινε σκεφτικός για λίγη ώρα, έδωσε εντολή τους αετούς του να περισυλλέξουν με ιδιαίτερη προσοχή τα πτώματα ώστε να μην πέσουν σε μια νέα ενδεχόμενη παγίδα της Αντάρτισσας. Ο ίδιος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς το δάσος με τη λίμνη αναζητώντας τον Άβουλο. Όταν τον συνάντησε του παράγγειλε τα εξής:

«Αύριο το πρωί θα γίνει στους πρόποδες του βουνού η ταφή των αετών που θανατώθηκαν σήμερα στο ποτάμι απ’ τις κίσσες και μαζί τους θα ταφούν και όσα άλλα πουλιά υπήρξαν θύματα αυτής της άνανδρης επίθεσης. Καθήκον σου είναι να ενημερώσεις για την τελετή όσους κατοικούν στο δάσος αυτό. Δεν πρέπει να λείψει κανείς!».

Ο Άβουλος, αφού έσκυψε με δουλοπρέπεια το κεφάλι, έφυγε για να γνωστοποιήσει τα νέα ενώ ο Πλάνος αναχώρησε για το βουνό.